Μίμης Φωτόπουλος

 

 


Μίμης Φωτόπουλος (1913-1986)

 

Μάθημα ιστορίας η ζωή του Μίμη Φωτόπουλου.
Ο πατέρας του γύρισε φυματικός από τον πόλεμο του 1912-13 και σε 40 μέρες πέθανε. Λίγο αργότερα πέθανε και η αδελφούλα του από κάποια παιδική ασθένεια, άγνωστο ποια.
Μετά από αυτά τα γεγονότα η μητέρα του αποφάσισε να πάρει τον ίδιο και τον αδελφό του και να μετακομίσουν στο Αίγιο. Εκεί, κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, έζησε τον ναυτικό αποκλεισμό των Αγγλογάλλων. Η οικογένεια επέζησε χάρη σε ένα τσουβάλι στάρι που έστειλαν από τα Καλάβρυτα οι αδελφές της γιαγιάς του.
Επόμενος σταθμός της οικογένειας η Αθήνα, κοντά στις αδελφές της μητέρας του που ήταν μοδίστρες όπως και η ίδια η μητέρα του. Στην Αθήνα έζησε τα ζεστά αθηναϊκά καλοκαίρια που ο νερουλάς ερχόταν μια φορά την εβδομάδα να ανοίξει τη βρύση της γειτονιάς και τρέχανε οι νοικοκυρές να πιάσουνε θέση στην ουρά, ώστε να γεμίσουν κανάτια, στάμνες και τενεκέδες. Διασκέδαση εκείνη την εποχή ήταν οι υπαίθριοι κινηματογράφοι και οι παραστάσεις του Καραγκιόζη. Τις Απόκριες ντύνονταν όλοι στη γειτονιά μασκαράδες, ενώ την Καθαρά Δευτέρα έφευγαν «μακρινές» εκδρομές στο Γαλάτσι ή στο δάσος του Χαλανδρίου. Άπλωναν κάτω κουβέρτες και κουρελούδες κι έτρωγαν νηστήσιμα πίνοντας κρασί. Ύστερα γέμιζαν οι ουρανοί αυτοσχέδιους χαρταετούς.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο Φωτόπουλος είδε τους ρακένδυτους πρόσφυγες να φτάνουν στην Αθήνα, με τους τρισάθλιους μπόγους, και «την απόγνωση ζωγραφισμένη στα μάτια τους». Επειδή οι πρόσφυγες είχαν στεγαστεί και σε σχολεία, τα παιδιά έκαναν μάθημα στο ύπαιθρο. Όταν έβρεχε έκαναν μάθημα στην εκκλησία. Οι γυναικωνίτες όμως είχαν πρόσφυγες επάνω που έκαναν ησυχία ώστε να κάνουν μάθημα τα παιδιά!
Το Νοέμβρη του 1922 άκουσε τους γείτονες να λένε πως ήρθαν να πάρουν για εκτέλεση τον πρώην πρωθυπουργό, Δημήτριο Γούναρη που νοσηλευόταν σε μια γειτονική κλινική στην οδό Ασκληπιού.
Τέσσερα ή πέντε γειτονόπουλα, φίλοι του, πέθαναν από φυματίωση, γι’ αυτό η μητέρα του, μόλις έλαβε μια κληρονομιά, προτίμησε, αντί ν’ αγοράσει σπίτι, με τα λεφτά αυτά να τον στέλνει κάθε καλοκαίρι για τρεις μήνες στην Φτέρη, πάνω από το Αίγιο, ένα πανέμορφο χωριό μέσα στα έλατα. Εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του δίπλα στα πλουσιόπαιδα της εποχής.

 

Και φτάνει η Κατοχή:

Το καλοκαίρι του ’41 μαζευόμαστε ο Λεμός, η Γιατρά, η Γαρμπή, ο Χαραλαμπίδης, η Μεταξά, ο Καλλίδης, η Φανή Νικολαϊδου, ο Φύριος, ο Πούντας, εγώ και μερικοί άλλοι και στήνουμε τη σημαία μας στη “Νανά”, έναν κινηματογράφο της οδού Βουλιαγμένης. Παίζουμε οι αθεόφοβοι, όλο το καλοκαίρι μέσα στα πρώτα …σκιρτήματα της πείνας, 52 έργα όλων των ειδών και ποιοτήτων. Κατά μέσο όρο τέσσερα έργα τη βδομάδα -από “Δύο ορφανές” μέχρι “Οθέλο”. Και τα βράδια, μετά την παράσταση, φεύγαμε μισοβαμμένοι και τρέχοντας πριν σταματήσει η κυκλοφορία. Έκανα τη διαδρομή από οδό Βουλιαγμένης – Πευκάκια σε είκοσι λεπτά. Φυσικά με τα πόδια. Γι’ αυτό λέω ότι το “τζόκινγκ” είναι κατοχική εφεύρεση.
Κι έρχεται ο χειμώνας του ’41. Εγώ πια αισθάνομαι ανάλαφρος και αεράτος σαν πούπουλο. Είναι από την πείνα. Κοντεύω να γίνω οδοντογλυφίδα. Μια μέρα τα μαζεύω και πάω στο Κιάτο απ’ όπου φέρνω δυο τσουβάλια σταφίδα για τους δικούς μου. Με τη σταφίδα καλμάρω λιγάκι, σκέφτομαι ψύχραιμα και φεύγω –Φλεβάρης του ’42- μ’ ένα μπουλούκι για το Ναύπλιο. Και ως συνήθως τα βρίσκουμε άλλη μια φορά σκούρα. Μας σώζουν τρεις παραστάσεις που δώσαμε για τους Ιταλούς στρατιώτες. Εμείς παίζαμε κάτι παμπάλαια νούμερα κι αυτοί δεν καταλαβαίνανε τίποτα. Είχαμε όμως και μια ντιζέζ, τη Ρενή Χανούμ, που τραγούδαγε ιταλικά τραγούδια με συνοδεία ορχήστρας αποτελουμένης από ένα ακορντεόν!
Μα πληρώνανε σε είδος. Φασόλια, ρύζι, μακαρόνια, τυρί και πανιότες. Πανδαισία.

 

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1945 ο Φωτόπουλος συνελήφθη από την αστυνομία, ως αριστερός, με μοναδικό επιβαρυντικό στοιχείο την κατάθεση ενός ταξιθέτη κάποιου θεάτρου στο οποίο είχε δουλέψει στο παρελθόν. Παραδόθηκε στους Άγγλους οι οποίοι τον μετέφεραν, με αρκετούς ακόμα αριστερούς, στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου, όπου παρέμεινε φυλακισμένος για τρεις μήνες.

Εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια ανοίξανε -έτσι σαν στόμα του Άδη- οι αγκαθωτές πόρτες του στρατοπέδου. Είχαμε φτάσει στην Ελ Ντάμπα. Τέλος του ταξιδιού μας, συνέχεια του μαρτυρίου μας.
Μπήκαμε στη σειρά δυο χιλιάδες φοβερά ταλαιπωρημένοι άνθρωποι. Έξι χιλιάδες όμηροι που βρισκόντουσαν στα κλουβιά, κατά μήκος ενός μεγάλου δρόμου, πλησιάσανε όλοι στα σύρματα, γαντζωθήκανε ο ένας πάνω στον άλλο -πουλιά φυλακισμένα- κι άρχισαν να φωνάζουν, να ρωτάνε απεγνωσμένα:
-Κώστα, Κώστα, μήπως είδες τη γυναίκα μου; ο ένας.
-Είναι κανείς σας από το Παγκράτι; ο άλλος.
-Ρε Γιώργη, τα παιδιά μου τι κάνουνε; ο τρίτος.
-Απ’ το Κατσιπόδι ποιος είναι; ο τέταρτος.
-Πατέρα, πατέρα… εδώ είμαι…, ο πέμπτος.
-Η μάνα μου ζει, Πέτρο;
Ο έκτος…ο έβδομος… ο όγδοος… Έξι χιλιάδες στόματα μόνο ρωτούσανε για μάνες, για παιδιά, για αδέλφια – σπίτια διαλυμένα.

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ήταν ένας πολύ ωραίος δάσκαλος στη δραματική σχολή, ο πατέρας της Αλκαίου, ο Παπαγεωργίου. Και όταν με απέρριψαν στην πρώτη τάξη, του λέω: «Να ξανάρθω;» «Να ξανάρθεις», μου λέει, «θα γίνεις κωμικός. Η μούρη σου είναι σαν… τρίφτης».

Στην Κύπρο, όταν έπαιζα στη Λάρνακα, με πλησίασε ένας παππούς με το εγγονάκι του.
-Ήθελε να σας γνωρίσει από κοντά, μου λέει. Δε θα το πιστέψετε, αλλά κάθε που κάνει την προσευχή του, λέει: «Θεέ μου, φύλαξε τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τον κύριο Φωτόπουλο…

ΜΙΜΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Αρχική σελίδα