Ελένη Βλάχου

Στις 8 Μαρτίου 1941 ο Γεώργιος Βλάχος δημοσίευσε στην Καθημερινή την “Ανοικτή επιστολή” προς τον Χίτλερ. Η Ελένη Βλάχου περιγράφει τις αντιδράσεις που προκάλεσε εκείνη η επιστολή: Το να πει κανείς ότι αυτό το άρθρο έκανε πάταγο είναι λίγο. Μέσα σε λίγες ώρες έφθασε στις πιο μακρινές γραμμές του Μετώπου, και γίνεται ανάρπαστο, νέο πολεμικό ηρωικό ευαγγέλιο που ζωντανεύει τη φλόγα στην κουρασμένη καρδιά των παιδιών. Κυκλοφορεί και ανατυπώνεται όλες τις επόμενες μέρες σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, αναδημοσιεύεται στον ξένο τύπο (το “Τάιμς” το μεταφράζει) και τα πρακτορεία ειδήσεων αναφέρουν με θαυμασμό τη γενναία φωνή ενός γενναίου λαού και τη φωνή της “Καθημερινής” που κερδίζει μιαν αξεπέραστη θέση στην Ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας.

“ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ” Εκδόσεις ΖΗΔΡΟΣ

 

Ανοικτή Επιστολή προς την Α. Ε. τον κ. Α. Χίτλερ (απόσπασμα):

…Και Σεις; Σεις, -λέγουν πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την Ελλάδα. Και ημείς, λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύομεν. Δεν πιστεύομεν ότι στρατός με ιστορίαν και με παράδοσιν -αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται- θα θελήση να κηλιδωθή διά μιας πράξεως παναθλίας. (…) Διότι τι θα κάμη ο στρατός αυτός, εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στείλη η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους διά να τον υποδεχθούν;… Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξει Στρατός διά να τους κτυπήση; Αλλ’ όχι, δεν πρόκειται να γίνη αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη;… Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφή του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, διά να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδαν και φέρη την πυρκαϊάν εις το μικρόν την έκτασιν αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη. 

Μετ’ εξόχου τιμής Γ. Α. ΒΛΑΧΟΣ  εφημερίδα “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” Σάββατο 8 Μαρτίου 1941

 

Η Ελένη Βλάχου γράφει στα ανέκδοτα τετράδια κατοχής με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1941: Χθες 28 Οκτωβρίου. Ξεχάστηκαν οι μαύρες αγορές, τα τρόφιμα, τα φασόλια, οι στενοχώριες. Όλοι γυρίσαμε ένα χρόνο πίσω, σ’ εκείνο το θαυμάσιο πρωινό που είχαμε ξυπνήσει όλοι ήρωες, πολεμιστές, γενναίοι, χαρούμενοι μελλοθάνατοι. Κάπως δόθηκε το σύνθημα, και όλοι ξεκινήσαμε με λουλούδια για τον τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί φοιτητές και φοιτήτριες τραγουδούσαν τον Ύμνο. Ήρθε η Αστυνομία, τους έδιωξε. Τρέξαν πίσω από το Παλάτι, έριξαν δάφνες και λουλούδια. Όταν έκλεισαν το δρόμο από εκεί, το ρεύμα επήγε στον Ξάνθο, στα αγάλματα του Πεδίου του Άρεως, όπου έβρισκε ένα κομματάκι μάρμαρο που να συμβολίζει Επανάσταση, ελευθερία…

«ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ» Εκδόσεις ΖΗΔΡΟΣ

 
“Εσείς δε χρειάζεται να ξέρετε τίποτα”

Η Ελένη Βλάχου θυμάται τη μέρα που τέθηκε “εις κατ’ οίκον περιορισμόν” από τη χούντα.

Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967
Ένας ξαφνικός θόρυβος μας ξύπνησε.
Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός  μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.
(…)
-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Εχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.
-Έχετε ένταλμα;
-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.
-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;
Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.
-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστ’ αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.
Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ’ αυτό το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψης μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου “ολοκληρωτικό καθεστώς” στην καθημερινή ζωή.

ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

Μόνο τα ταξίδια θυμάμαι κάπως καθαρά στα χρόνια που ακολουθούν και μερικά “φωτο-ρεπορτάζ” που έχουν αντέξει στο χρόνο. Όπως το συνταρακτικό σενάριο της δίκης της Υβόννης Περδικάρη, που παρακολουθούσα με “πένα και φακό”. Κρατούσα πρακτικά όλη την ημέρα στο δικαστήριο και γύριζα πίσω το βράδυ στην “Καθημερινή” για να γράψω και να εμφανίσω τις φωτογραφίες.
Είμαστε, Ιούνιος του 1938 και εις το Κακουργιοδικείο Αθηνών αρχίζει η δίκη της Υβόννης Περδικάρη.
Η Υβόννη Περδικάρη ήταν μία νέα γυναίκα εντυπωσιακής ομορφιάς που είχε σκοτώσει τον άνδρα της. Ότι τον είχε σκοτώσει η ίδια δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, ούτε κανείς από την υπεράσπιση το αμφισβητούσε. Κρατούσε στα χέρια της το πιστόλι που τον σκότωσε, πάτησε την σκανδάλη, έστειλε τη σφαίρα που τον βρήκε στο κεφάλι.
Εν τούτοις ήταν σχεδόν αδύνατον να ήταν ένοχη. Η πλοκή που γράφτηκε από τη ζωή της ήταν αντάξια της Άγκαθα Κρίστι.

Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο:
“Στιγμιότυπα… Φωτογραφικές αναμνήσεις της Ελένης Βλάχου”
Εκδόσεις “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ”

Η ιστορία αρχίζει με μια συνηθισμένη συζυγική κατάσταση. Η Υβόννη είναι δυστυχισμένη διότι πιστεύει ότι ο άνδρας της δεν την αγαπάει. Με πατέρα Πολωνό – Υβόννη Ντομπροβέσκου είναι το πατρικό της όνομα – και μητέρα Ιταλίδα έχει ανήσυχο χαρακτήρα και μελοδραματική διάθεση. Μία μέρα αποφασίζει να ταράξει την αδιαφορία του, σκηνοθετώντας μία απόπειρα αυτοκτονίας. Και ενώ ο άνδρας της είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι της κάμαράς τους, πίσω από την κλεισμένη πόρτα, η Υβόννη ξαπλώνεται στον καναπέ του σαλονιού, παίρνει το πιστόλι και πολύ προσεκτικά τραβάει “ξώφαλτσα” μία σφαίρα στο στήθος της. Ο πυροβολισμός βέβαια τραντάζει το μικρό διαμέρισμα, αλλά του κάκου η Υβόννη περιμένει να δει τον άνδρα της να ξεπετιέται έντρομος.
Όταν ελαφρά τραυματισμένη αλλά έξω φρενών και έτοιμη για συζυγική σκηνή σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα, τον βρίσκει στο κρεβάτι νεκρό. Η σφαίρα είχε περάσει την κλειστή πόρτα και τον είχε αφήσει στον τόπο…
Απ’ εδώ και πέρα αρχίζει ο εφιάλτης των ειδικών, των “εξπέρ”, των εμπειρογνωμόνων, που καλούνται άλλοι μάρτυρες υπερασπίσεως, άλλοι κατηγορίας απ’ όλα τα μέρη της γης.
Η οικογένεια του θύματος, όπως και μεγάλη μερίς της κοινής γνώμης βλέπει την όμορφη Πολωνέζα Υβόννη σαν σατανικό πρόσωπο που κάπως έχει επινοήσει τον φόνο του συζύγου της.
Η πόρτα βρίσκεται στο δικαστήριο και η τροχιά της σφαίρας εξετάζεται με χίλιους τρόπους και η φαντασία των δημοσιογράφων παρουσιάζει όλο και νέες εκδοχές που δίνουν νέα τροπή στο έγκλημα. Η Υβόννη κλαίει και επιμένει στην αθωότητά της, ενώ πρόσθετο ρομαντικό στοιχείο είναι η γενική πεποίθηση ότι ο δικηγόρος της, ο πολύ γνωστός και συμπαθής στο αθηναϊκό κοινό Δημήτρης Μπαμπάκος είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της.
Τελικά η μελαγχολική γαλανομάτα αθωώνεται. Η τροχιά της σφαίρας που αποδεικνύει ότι η επίμαχος πόρτα ήταν πραγματικά κλειστή, πείθει το δικαστήριο. Κανείς, ούτε ο καλύτερος σκοπευτής του κόσμου, συμφωνούν οι ειδικοί, δεν μπορούσε να πετύχει ένα στόχο περνώντας από μια βαριά, ξύλινη, κλειστή πόρτα. Ο Κωνσταντίνος Περδικάρης, το θύμα, έφταιγε: είχε κερδίσει λαχείο ατυχίας…

ΕΛΕΝΗ ΒΛΑΧΟΥ “ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ… ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΒΛΑΧΟΥ”
Εκδόσεις ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ

 

Ελένη Βλάχου (1911-1995)

 Αρχική σελίδα