Ιωάννα Τσάτσου

Πρέπει να ξεχνάμε για να ζούμε.

από το βιβλίο “ΤΟ ΦΕΓΓΟΣ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΤΣΑΤΣΟΥ”

 

«Τώρα φυλάγω κόκαλα»

Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:

Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα «ο χώρος του Παλαμά». Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. «Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;» ρώτησα δειλά. «Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου». Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. «Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;». «Αμέτρητους, παιδί μου», απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, «τώρα φυλάγω κόκκαλα».

«ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

«Στον τάφο του Καζαντζάκη»

Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:

Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. «Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου». Την αγκάλιασα. «Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη». Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.

«ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ

 

από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου:

21 Δεκέμβρη 1943. Σήμερα μέσα στις άλλες μια γυναίκα ήρθε στο Γραφείο. Γλυκειά, δειλή, με πλησίασε και μου είπε σιγά: “Έχω το γιο μου φυλακισμένο στο Χαϊδάρι. Μέρες τώρα προσπαθώ να τον δω και δεν μπορώ. Τον λένε Δεϊμέζη. Μήπως ξέρετε τίποτα; Μήπως έγινε κανένα κακό;” Μόλις άκουσα το όνομα, πάγωσα. Το θυμόμουνα. Το είχα δει μέσα στους τελευταίους καταλόγους των σκοτωμένων ομήρων… Δεν είχα τη δύναμη να πω την αλήθεια, μα πάλι ούτε ψέματα στα γαλανά μάτια που με κοίταζαν με απόλυτη εμπιστοσύνη… Με κοίταζε και περίμενε με υπομονή… “Τον έχουν πάρει από το Χαϊδάρι”, είπα σιγά. “Δεν τον βρίσκω πουθενά”. Για λίγα λεπτά έμεινε σιωπηλή. Ένας σπασμός στο λαιμό έδειχνε όλη της τη συγκίνηση. Έπειτα με κόπο απάντησε: “Ίσως να τον έχουν σκοτώσει”. Της πήρα το χέρι. Το στομάχι μου και το κεφάλι μου πονούσαν φριχτά… “Κατεβαίνομε μαζί;” ρώτησα δειλά. Και σηκωθήκαμε. Προχωρήσαμε στο δρόμο. Ούτε ο καλός ήλιος του χειμωνιάτικου μεσημεριού, ο ζεστός, ο μαγικός ήλιος μπόρεσε να βοηθήσει. Έμοιαζε σαν ψεύτικο σκηνικό και μας άφησε παγωμένες και τις δύο. Στο σπίτι κάθησα μηχανικά στο τραπέζι… Ένιωσα όλα να γυρίζουν γύρω μου. Σηκώθηκα, πήγα με κόπο στο κρεβάτι μου, ξέσπασα σ’ ατέλειωτο αναφυλλητό. Έχω τσακίσει, δεν κυβερνώ τα νεύρα μου πια.
22 Δεκέμβρη 1943. Το πρωί στο γραφείο, μέσα στα άπειρα πρόσωπα ήταν πάλι το πρόσωπό της. “Αφήστε με να καθίσω, αφήστε με να έρχομαι” μου είπε. Και στο σπίτι ακόμα, όπου γυρίσω, βλέπω τα μάτια της να με κοιτάζουν. Νιώθω το χάος κάτω από τα πόδια μου.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ”

 

«Τούτο όμως είναι ιστορία»

Από το ημερολόγιο που έγραφε στην κατοχή η Ιωάννα Τσάτσου:

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
“Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

 

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο”.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΩΝ 9″ Εκδόσεις ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ / ΕΥΘΥΝΗ

  

Η αυτοκράτειρα Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα -Αθηναΐς ήταν το κανονικό της όνομα- και ήταν κόρη του φιλόσοφου Λεόντιου. Η ιστορία της μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι. Αισθάνθηκε αδικημένη από την κληρονομιά που της άφησε ο πατέρας της και για να βρει το δίκιο της, έφτασε ως την Κωνσταντινούπολη, όπου μέσω μιας γνωριμίας με την Πουλχερία, που ήταν αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β΄, έφτασε να παντρευτεί το Θεοδόσιο και να γίνει αυτοκράτειρα!


Αυτοκράτειρα Ευδοκία

Πώς όμως η Πουλχερία τη διάλεξε για νύφη του αδελφού της; Περιγράφει η ίδια τα προσόντα της νεαρής Αθηναΐδος:

“Ηύρον νεωτέραν καθαράν, εύστολον, λεπτοχαράκτηρον, εύρινα, ασπροτάτην ωσεί χιών, μεγαλόφθαλμον, υποκεχαρισμένην ουλοξανθόκομον, σεμνόποδα, ελλόγιμον, Ελλαδικήν παρθένον”.

“ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ”
από το βιβλίο της Ι. Τσάτσου “ΑΘΗΝΑΪΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

Αυτά συνέβησαν το 421. Η “ασπροτάτη ωσεί χιών” Αθηναΐς ασπάσθηκε το χριστιανισμό, έλαβε το όνομα Ευδοκία και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Η κοινή συζυγική τους ζωή κράτησε μέχρι το 441 ή λίγο αργότερα γιατί η Ευδοκία…

“Κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον μάγιστρο των θείων οφικίων και παιδικό φίλο του αυτοκράτορος Παυλίνο, ο οποίος καθαιρέθηκε, εξορίσθηκε και λίγο αργότερα (444) θανατώθηκε ύστερα από εντολή του Θεοδοσίου, ενώ η αυτοκράτειρα υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στα Ιεροσόλυμα (443), όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της (460), επιδιδόμενη σε αγαθοεργίες.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Εκδοτική Αθηνών 1978


Θεοδόσιος Β΄

Υπήρξε όμως ποτέ αυτός ο ερωτικός δεσμός ή ήταν μια “βυζαντινή” συνωμοσία που εξύφανε ο ευνούχος πριμικήριος και κατόπιν σπαθάριος Χρυσάφιος, άνθρωπος με έντονη επιρροή πάνω στον άβουλο αυτοκράτορα; Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους δεν ασχολείται με αυτό το ερώτημα. Αφιερώνει όμως αρκετές σειρές στη θετική συμβολή της Ευδοκίας. Έργα της θεωρούνται το Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης -μεγάλης σημασίας γιατί αναγνωριζόταν για πρώτη φορά ο ελληνικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Κωνσταντινούπολης- και ο Θεοδοσιανός κώδικας.

Η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο της “Αθηναΐς”  αν και στην αρχή αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρξε κάτι μεταξύ της Ευδοκίας και του Παυλίνου, στη συνέχεια υποστηρίζει το ενδεχόμενο της σκευωρίας:

Η Πουλχερία φανερά πια την αντιπαθεί. Γιατί;
Είναι εκείνη η παλιά διάδοση ότι αγαπά τον Παυλίνο αληθινή; Ποιος ξέρει; Όμως αυτή η καθημερινή παρουσία εκείνου κοντά στην Άνασσα της είναι δυσάρεστη. Το έχουν καταλάβει οι ευνοούμενοί της και καθημερινά σταλάζουν δηλητήριο στην ανήσυχη σκέψη της. -”Αργά πολύ αργά πέρασε χτες από το ονοπόδιο ο μάγιστρος.” “-Πού ήταν;” -”Πάλι στης Αυγούστας Ευδοκίας.” Και η Πουλχερία ακούει χωρίς να ρωτά. Είναι το έργο της Αθηναΐδος που παίρνει διαστάσεις γιγάντιες;
(…..)

το μήλο που έφερε την καταστροφή

 Μια μέρα ξεσπάει το κακό. Παράλογο, ανόητο, φριχτό, όπως συμβαίνει πάντα. Γιορτάζονται τα Θεοφάνεια. Ο Αύγουστος πάει στην εκκλησιά μόνος με την ακολουθία του, γιατί ο μάγιστρος Παυλίνος έχει δυνατούς πόνους στο πόδι του και είναι υποχρεωμένος να μένει ακίνητος. Κάποιος φτωχός στο δρόμο προσφέρει στον άνακτα ένα πελώριο μήλο της Φρυγίας. Ο καρπός κάνει εντύπωση στο Θεοδόσιο και στην ακολουθία του. Ο βασιλιάς το αγοράζει και ερωτευμένος πάντα το στέλνει στη βασίλισσα. Εκείνη πάλι γνωρίζοντας πως ο Παυλίνος είναι άρρωστος, το στέλνει σ’ αυτόν. Και ο Παυλίνος το θαυμάζει τόσο που θέλει να το θαυμάσει και ο Θεοδόσιος. Μη γνωρίζοντας την προέλευσή του, αθώος, το στέλνει στον αυτοκράτορα.
Ποιος είναι κοντά στο βασιλά εκείνη τη στιγμή; Ποιος, όταν τον βλέπει ταραγμένο, χαμογελά πονηρά; Ποιος είπε τη φράση: “Έκανε τον άρρωστο ο Παυλίνος για να μείνει κοντά στην Αυγούστα; Ο Χρυσάφιος; Άνθρωπος της Πουλχερίας;
Ένα θολό μαύρο σύννεφο καλύπτει την κρίση και το νου του Θεοδόσιου, ένα μαύρο σύννεφο τυλίγει την φωτεινή γυναίκα που τόσο αγάπησε. Εισβάλλουν αδυσώπητες οι Εριννύες, η υποψία, η ζήλεια. Δε θα τον αφήσουν πια.
Καλεί την Αυγούστα Ευδοκία και με ύφος ιεροεξεταστού την ρωτά: “Τι έκανες το μήλο που σού στειλα;” Εκείνη ήσυχα απαντά “Παυλίνω τω πιστοτάτω ημών δέδωκα”¹. Την κοιτάζει μ’ εκείνα τα φιλύποπτα μάτια του σαν να τη βλέπει για πρώτη φορά, βέβαιος πως έχει διαπράξει το αίσχιστο έγκλημα. Κι εκείνη νιώθει την υποψία σαν ύβρη, την άμυνα σαν ξεπεσμό. Πώς όλοι είναι τόσο μικροί; Πώς είναι δυνατόν να έχουν τέτοιες σκέψεις για κείνην, την Αυγούστα, τη χριστιανή; Όμως θέλει να πείσει τον άντρα της, πως είναι αθώα. Δεν είναι δυνατόν μια ανόητη παρεξήγηση να διαλύσει την ευτυχία τους, την εμπιστοσύνη τόσων χρόνων.
Μα τα συμφέροντα είναι μεγάλα και οι εχθροί της αγρυπνούν. Το ‘χουν καλά καταστρώσει το σχέδιο της καταστροφής της. Καθημερινά σκαλίζουν την τραυματισμένη ψυχή του Θεοδόσιου με καινούριες υποψίες. Μικρές φράσεις σιγανές ψιθυρίζονται γύρω του, δήθεν για να μην τις ακούει:
-”Γι’ αυτό σαν έλειπε η Αυγούστα είχε εξαφανιστεί ο Παυλίνος”.
-”Τους είδαν μαζί στο μέγαρο του Λαύσου…”.
Μαύρη η ζωή του αυτοκράτορα. Δε μπορεί πια να λογικευθεί. Δε μπορεί να σκεφθεί απλά πως ο Παυλίνος ένοχος δε θα ‘στελνε ποτέ το μήλο σ’ εκείνον τον ίδιο.

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ “ΑΘΗΝΑΪΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

¹Η Ι. Τσάτσου εμπιστεύεται τη μαρτυρία του Γεωργίου Κοδινού, όμως άλλοι χρονικογράφοι ισχυρίζονται πως η Ευδοκία απάντησε “το έφαγα”, εκδοχή που η Ι. Τσάτσου απορρίπτει γιατί θεωρεί πως είναι αδύνατο μια τόσο έξυπνη γυναίκα να έχει δώσει μια τόσο αφελή απάντηση.

.

Η ανάρτησή μας όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί ο Καραγάτσης στο μυθιστόρημά του ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ ”απογειώνει” την ιστορία, στήνοντας ένα “ουράνιο” δικαστήριο στα πρόθυρα του Παραδείσου -με κριτές τους αγίους- που γίνεται για να αποφασιστεί αν η Ευδοκία είναι άξια να διαβεί τις πύλες του Παραδείσου ή πρέπει να περάσει την υπόλοιπη αιωνιότητα στην κόλαση. Η όλη σύλληψη είναι πραγματικά μεγαλοφυής -αντάξια ενός Καραγάτση-, αυτό όμως που καθηλώνει τον αναγνώστη είναι το απροσδόκητο, συγκινητικό μα και “αιρετικό” τέλος:

ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Πώς μιλάς έτσι; Αφού πήρες ψεύτικον όρκο! Αφού αποδείχτηκε πως πήρες ψεύτικον όρκο!
ΕΥΔΟΚΙΑ: (κατεβάζει το κεφάλι): Έχεις δίκιο! Πήραν ψεύτικον όρκο.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Γιατί το ‘κανες αυτό;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Κι αν σου ‘λεγα την αλήθεια, θα την πίστευες; Θα πίστευες πως το μήλο που μου χάρισες, το χάρισα στον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του;
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (σκύβει το κεφάλι): Όχι, δεν θα το πίστευα. Πώς γινόταν ένα δώρο που σου έκανα εγώ, ο σύζυγός σου, να το χάριζες σ’ έναν άντρα που δεν αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: (ήρεμα): Είπα πως δεν ήμουν ερωμένη του Παυλίνου, κι όχι πως δεν τον αγαπούσα…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ώστε ομολογείς;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Σε τούτο το Δικαστήριο, μπορεί να μείνει τίποτα κρυφό; Δεν ομολογώ, μα παραδέχομαι εκείνο που όλοι γνωρίζουν (δείχνει τους αγίους).
(…)
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (στην Ευδοκία): Γιατί δεν μου είπες την αλήθεια εξ αρχής; Θα καταλάβαινα…
ΕΥΔΟΚΙΑ: Όχι, δεν θα καταλάβαινες. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο χωρίς να είμαι ερωμένη του. Σου ήταν αδύνατο να παραδεχτείς πως αγαπούσα τον Παυλίνο…
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Ναι, μου ήταν αδύνατο. Τι κι αν εξουσίαζα το κορμί σου δίχως την ψυχή σου;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Αν δεν ήσουν αυτοκράτορας, θα γύρευα διαζύγιο και θα παντρευόμουνα τον Παυλίνο. Τη δική μου πορφύρα ήμουν πρόθυμη να την θυσιάσω για να χαρώ το μεγάλο και μοναδικό έρωτά μου. Το δικό σου όμως στέμμα, Θεοδόσιε; Τι χτύπημα για την αυτοκρατορική σου μεγαλειότητα!
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπα ποτέ όχι μόνο να γίνει, μα ούτε να μαθευτεί. Θα έπαιρνα όλα τα μέτρα για να μη μαθευτεί.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τα ξέρω τα μέτρα: κάποια αρρώστια, κάποιο δυστύχημα, που θα ‘στελνε στον τάφο τον άνθρωπο που αγαπούσε η γυναίκα σου, η αυτοκράτειρα… Να, γιατί πήρα ψεύτικον όρκο: για να σώσω τη ζωή του Παυλίνου.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Δεν το κατάφερες.
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν το κατάφερα. Μου τον σκότωσες…
Η Ευδοκία ξεσπάει σε λυγμούς. Οι άγιοι σιωπούν φανερά συγκινημένοι.
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: (στην Ευδοκία): Τόσο πολύ τον αγαπούσες;
ΕΥΔΟΚΙΑ: Τόσο πολύ!
(…)
ΠΑΥΛΟΣ: Η αμαρτία. Υπάρχει η αμαρτία…
Ο Βάκχος πετάγεται και τον αντικόβει.
ΒΑΚΧΟΣ: Άκου, άγιε Παύλο μου. Χριστιανός είσαι κι εσύ όπως εγώ· άγιος είσαι, όπως είμαι. Τα ίδια που μας δίδαξε ο Ιησούς πιστεύεις και πιστεύω. Μα εσύ γεννήθηκες στην Παλαιστίνη κι εγώ στην Ελλάδα. Για μας τους Έλληνες, η ομορφιά δεν είναι αμαρτία· από την ομορφιά δεν μπορεί να εκπηγάσει αμαρτία. Η ομορφιά εξαγνίζει τα πάντα. Η ομορφιά, κι ο έρωτας που την παραστέκει…
Ο έρωτας… Τούτος ο λόγος, ο ολότελα ασυνήθιστος εκεί πάνω, έκανε τη χορεία των αγίων να συγκλονιστεί από ρίγος μυστικό. Όλα τα μάτια, συνεπαρμένα, κοιτούσαν μακριά, κάποιο όραμα αόρατο. Ο Παύλος κατάλαβε πως έχασε τη μάχη.
ΠΑΥΛΟΣ: Δεν επιμένω στο κατηγορητήριο. Οι πύλες του Παραδείσου ας ανοίξουν για την Ευδοκία…
Η νεκρή αυτοκράτειρα πάλι χαμογέλασε πικρά· κι είπε:
ΕΥΔΟΚΙΑ: Δεν είμαι πια η Ευδοκία· δεν είμαι πια αυτοκρατόρισσα. Είμαι η Αθηναΐς, η θυγατέρα του φιλόσοφου Λεόντιου του εθνικού, του Αθηναίου. Η Αθήνα που με γέννησε κι έθρεψε με τα νάματα του υπέρτατου και γαλήνιου στοχασμού της, του διαπνεόμενου απ’ τη λατρεία του Κάλλους, με καλεί ξανά στο μεθυστικό πανηγύρι της πνευματικής λευτεριάς. Θεοί μου είναι η Αφροδίτη, ο Απόλλων κι ο Διόνυσος. Ο θάνατος δεν μπορεί να χωρίσει δυο ψυχές που κοινώνησαν στην πανάγιαν αμαρτία του Κάλλους και του Έρωτα. Η θέση μου, για την αιωνιότητα, είναι κοντά σ’ εκείνον· κι η θέση εκεινού είναι κοντά στα μεγάλα κι ελεύθερα πνεύματα που έπλασαν το μοναδικό πολιτισμό των ανθρώπων. Βάκχε, Βάκχε, Ίακχε! Ιού! Ιού! Ευοί ευάν! (στον Παυλίνο). Έλα καλέ μου! Πάμε.
Πέρασε η Αθηναΐδα το χέρι της στη μέση του Παυλίνου· εκείνος αγκάλιασε τους θεϊκούς ώμους της. Και με περπατησιά αργή, σταθερή και ήρεμη πήραν το δρόμο που οδηγεί στην Κόλαση.
Οι άγιοι, άφωνοι, παρακολούθησαν το μισεμό τους. Κι άξαφνα σηκώθηκαν όλοι μαζί· και με μάτια δακρυσμένα, χέρια σειναμένα ξέσπασαν σε φωνή μυριόστομη:
-Κατευόδιο, Ομορφιά! Ώρα καλή, Κάλλος! Κάθε ευτυχία σού ευχόμαστε, Λευτεριά: Την ευκή μας να έχεις, Έρωτα!
Ο Βάκχος, πεσμένος μπρούμυτα σ’ ένα σύννεφο, έκλαιγε με λυγμούς.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ “ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ”
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ

 


Η Πουλχερία ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αδελφό της αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄-μέχρι που τέθηκε στο περιθώριο λόγω της ισχυρής επιβολής στον αυτοκράτορα του ευνούχου Χρυσάφιου. Στην Πουλχερία οφείλονται τα σκληρά μέτρα που έλαβε ο Θεοδόσιος Β΄εναντίον εθνικών, αιρετικών και Ιουδαίων. Επι των ημερών της παντοδυναμίας της συνέβη το 415 στην Αλεξάνδρεια η δολοφονία της Υπατίας.

 

Ιωάννα Τσάτσου (1909-2000)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Ιωάννα Τσάτσου: Μια άγρυπνη καρδιά

Αποσπάσματα από τα «Φύλλα Κατοχής» της Ιωάννας Τσάτσου

Αρχική σελίδα