Μαρίνος Γερουλάνος

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων ο Μαρίνος Γερουλάνος υπηρέτησε ως αρχίατρος στον ελληνικό στρατό.

Στον Γιδά (Αλεξάνδρεια Ημαθίας):

Εις τον Γιδά εφθάσαμεν αργά το εσπέρας υπό συνεχή βροχή. Εις την μικράν αίθουσαν ή μάλλον εις τον μικρόν απεριποίητον χώρον του σταθμού, ευρίσκοντο ο Βασιλεύς Γεώργιος, η Πριγκίπισσα Αλίκη και άλλοι της ακολουθίας του Βασιλέως. Το Στρατηγείον ευρίσκετο εις τα πρόσω, προ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε μετακινηθή μετά τη μάχη των Γιαννιτσών. Η ατμόσφαιρα εντός του μικρού δωματίου, το οποίο εφωτίζετο αμυδρώς από μίαν κρεμαστή λάμπα πετρελαίου, ήτο πνιγηρά. Όλοι ήσαν σιωπηλοί, σκυνθρωποί. Ο Βασιλεύς εις τον οποίον αμέσως επαρουσιάσθην και έδωσα αναφορά του σκοπού της αποστολής μου, περιεπάτει ανήσυχος. Η Πριγκίπισσα Αλίκη εκάθητο επάνω εις μερικούς  σάκκους εις μίαν γωνίαν. Οι λοιποί, όρθιοι, ως εάν ανέμενον εις τον προθάλαμον βαρέως πάσχοντος! Εν τέλει επληροφορήθην το αίτιον της γενικής ταύτης δυσθυμίας. Ο Διάδοχος μετά του Στρατού ευρίσκετο προ της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι δεν θα παρέδιδον την πόλιν αμαχητί, ενώ υπήρχον ειδήσεις ότι τμήμα βουλγαρικού στρατού κατήρχετο προς Θεσσαλονίκην και θα κατελάμβανεν πιθανώς την πόλιν προ του ημετέρου. Ήσαν ώραι σκληράς αναμονής. Η αγωνία ευτυχώς διελύθη διά της παραδόσεως της πόλεως εις τον Διάδοχον πριν ή φθάσουν οι Βούλγαροι.

Στη Βέροια:

Αι ενδιαφέρουσαι αφηγήσεις του Μανωλάκη μας εκράτησαν αγρύπνους και πέραν του μεσονυκτίου. Εις τας αφηγήσεις ταύτας ανήκει και εν ανέκδοτόν του. Μας αφηγείτο ότι οι Έλληνες πρόκριτοι διετήρουν πάντοτε αρίστας σχέσεις με τους Τούρκους πασάδες. Μέχρι των τελευταίων ημερών προ της εισόδου του Ελληνικού Στρατού εις Βέροιαν, προσήρχοντο εις το Διοικητήριον όπου ο Διοικητής τους μετέδιδεν τας ειδήσεις εκ του μετώπου και περιέγραφεν τας “νίκας” του τουρκικού στρατού. Οπότε ο Μανωλάκης, εις μίαν τοιαύτην συνάντησιν, αστεϊζόμενος, παρετήρησεν:
-Δεν φαντάζεσαι, πασά μου, πόσο χαίρω ότι νικά διαρκώς ο στρατός μας, ένα μόνο δεν καταλαβαίνω, διατί νικάμε όλο πλιο κοντά εδώ;

Στη Θεσσαλονίκη:

Έφθασε το μεσονύκτιον και μόνον αφού παρεδόθη και ο τελευταίος τραυματίας, εσκέφθημεν τι θα κάμωμεν και ημείς. Ήτο νύκτα, σκότος, ευρισκόμεθα σχεδόν μόνοι εις τον σταθμόν εις άγνωστον υπό εχθρικού στρατού μέχρι της χθες κατεχομένην πόλιν, με εχθρικόν πληθυσμόν, όταν μας πλησιάζει καλοενδεδυμένος μεσήλιξ κύριος ο οποίος απευθυνόμενος προς εμέ ερωτά πού εσκεπτόμεθα να κατευθυνθώμεν. Του απήντησα, παρακαλών να μας οδηγήση εις τι ξενοδοχείον. “Ούτε εις την είσοδον ξενοδοχείου θα δυνηθήτε να εισέλθετε”, μας απαντά, “όλα είναι υπερπλήρη από στρατιωτικούς, αλλά αν επιθυμήτε, να έλθετε να μείνετε σπίτι μου”. Ενόμιζα μήπως ήτο παλαιός ασθενής μου, όστις με ανεγνώρισεν και τον ηρώτησα σχετικώς: “Όχι, δεν σας γνωρίζω”, απήντησεν. Έβλεπεν Έλληνες υγειονομικούς και ήθελεν να τους εξυπηρετήση. Του συνεστήθημεν και τον ευχαριστήσαμεν αποδεχόμενοι την ευγενή πρόσκλησίν του.
(…)
Ο οικοδεσπότης μάς ηρώτησεν εάν είχομεν να φάγωμεν από πολλού και μας παρεκάλεσε να υπομείνωμεν ολίγον ακόμη έως ότου ετοιμάσουν κάτι. Εν των μεταξύ, έφερεν καφέν και γλυκό και ενεφανίσθη ηλικιωμένη κυρία με τη συνήθη τοπικήν ενδυμασίαν. Αποτεινόμενος προς αυτήν, είπον:
-Πολύ λυπούμαι διότι τοιαύτην ώραν, περασμένα μεσάνυκτα, ήλθομεν να σας ανησυχήσωμεν. Και εκείνη μου απαντά: -Μπα, παιδάκι μου, ημείς πεντακόσια χρόνια σας επεριμέναμε και τώρα λέτε πως μας ανησυχείτε;

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΣ “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1867-1957) ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

 

Αρχική σελίδα