Τσάρλι Τσάπλιν

Ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν Άγγλος -εβραϊκής καταγωγής- ηθοποιός και σκηνοθέτης, που, από το 1914 και μετά,  γύρισε πολλές ταινίες στην Αμερική και έγινε διάσημος σε όλο τον κόσμο.
Λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων, έπεσε σε δυσμένεια από την αμερικανική κυβέρνηση (ήταν η εποχή του μακαρθισμού) και το 1952, ενώ ταξίδευε προς το Λονδίνο, του απαγορεύτηκε να επιστρέψει στην Αμερική. Έκτοτε έζησε στην Ελβετία με την τέταρτη γυναίκα του, Ούνα, και τα οχτώ -από τα έντεκα συνολικά- παιδιά του.

 


Τσάρλι Τσάπλιν (Σαρλώ) (1889-1977)
η φωτογραφία είναι από τη Wikipedia

 

Πώς όμως εμπνεύστηκε ο Τσάρλι Τσάπλιν τον ήρωα του πεινασμένου αλήτη, που ενσάρκωσε για χρόνια στις ταινίες του; Αρκετά διαφωτιστική είναι η παρακάτω διήγηση:

Ένα Σάββατο, μετά το σχολείο, έφτασα σπίτι αλλά δε βρήκα κανέναν εκεί. Ο Σίντνεϊ, όπως συνήθως, έλειπε όλη τη μέρα παίζοντας μπάλα και η νοικοκυρά μου είπε ότι η Λουίζ και ο γιος της είχαν βγει από νωρίς το πρωί. Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση, γιατί αυτό σήμαινε πως δε θα είχα να τρίβω πατώματα και να καθαρίζω μαχαίρια. Περίμενα μέχρι πολύ μετά την ώρα του μεσημεριανού, οπότε άρχισα να ανησυχώ. Ίσως να με είχαν εγκαταλείψει. Καθώς το απόγευμα περνούσε και χανόταν, άρχισαν να μου λείπουν. Τι είχε συμβεί; Το δωμάτιο έδειχνε αγριωπό και ανυπόφορο, τόσο άδειο, που με τρόμαζε. Άρχιζα κιόλας να πεινάω· έτσι κοίταξα στο κελάρι, αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Δεν μπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την αίσθηση του κενού, κι έτσι βγήκα έξω, έρημος, και πέρασα το απόγευμα τριγυρνώντας στα παζάρια που υπήρχαν ολόγυρα. Περιπλανήθηκα στη Λάμπεθ Γουόκ και στη Γάτα, κοιτάζοντας πεινασμένα στα παράθυρα των μαγειρείων τα προκλητικά, αχνιστά ψητά κοψίδια από χοιρινό και βοδινό και τις χρυσοκάστανες τηγανητές πατάτες πνιγμένες στη σάλτσα. Έπειτα, για ώρες παρακολούθησα τους διάφορους ψευτογιατρούς να πουλάν τα παρασκευάσματά τους. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή και με καταπράυνε, και για λίγο ξέχασα τα χάλια και την πείνα μου.

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
μετάφραση: Σ. Μαρκέτος, Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ


Τσάρλι Τσάπλιν και Τζάκι Κούγκαν (1914-1984)
στην ταινία «Το χαμίνι» (The kid), 1921

Στην ταινία «Το χαμίνι» (The kid) ο Τσάρλι Τσάπλιν χρησιμοποίησε, ως ηθοποιό, ένα μικρό αγόρι 7 ετών, τον Τζάκι Κούγκαν.

Λεν πως τα μωρά και τα σκυλιά είναι οι καλύτεροι ηθοποιοί στον κινηματογράφο. Αφήστε ένα δωδεκάμηνο μωρό σε μια μπανιέρα με ένα σαπούνι και όταν προσπαθήσει να το πάρει θα δημιουργήσει χείμαρρους γέλιου. Όλα τα παιδιά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι μεγαλοφυΐες. Το ζήτημα είναι να τους επιτρέψεις να το δείξουν αυτό. Με τον Τζάκι, τα πράγματα ήταν εύκολα. Υπήρχαν μερικοί βασικοί κανόνες της παντομίμας που έπρεπε να μάθει και ο Τζάκι τους κατέκτησε πολύ σύντομα. Μπορούσε να δώσει συναίσθημα στην κίνηση και κίνηση στο συναίσθημα, και μπορούσε να το επαναλάβει όσες φορές ήθελε, χωρίς να πάψει να δίνει την εντύπωση του αυθόρμητου.
Υπήρχε μια σκηνή στο Χαμίνι, όπου το αγόρι ετοιμάζεται να πετάξει μια πέτρα σ’ ένα παράθυρο. Ένας αστυφύλακας εμφανίζεται πίσω του, και ο μικρός, καθώς φέρνει το χέρι του προς τα πίσω για τη βολή, αγγίζει το σακάκι του αστυφύλακα. Σηκώνει το βλέμμα του και τον αντικρίζει, κι έπειτα παιχνιδιάρικα πετά την πέτρα ψηλά και την ξαναπιάνει, και αθώα την αφήνει κάτω και κάνει μερικά βήματα προς την άλλη μεριά, με την ησυχία του, μέχρι να αρχίσει ένα τρελό τρέξιμο.
Όταν επεξεργάστηκα την κίνηση της σκηνής, είπα στον Τζάκι να με κοιτάξει, τονίζοντας τα κρίσιμα σημεία: «Έχεις μια πέτρα. Έπειτα κοιτάς το παράθυρο. Έπειτα ετοιμάζεσαι να πετάξεις την πέτρα. Φέρνεις το χέρι σου πίσω, αλλά αντιλαμβάνεσαι το σακάκι του αστυφύλακα. Ψαχουλεύεις τα κουμπιά, έπειτα κοιτάζεις επάνω και ανακαλύπτεις πως είναι αστυφύλακας. Πετάς την πέτρα στον αέρα σαν να παίζεις, έπειτα την αφήνεις κάτω και φεύγεις αδιάφορα, αρχίζοντας ξαφνικά να τρέχεις».
Έκανε πρόβα τη σκηνή τρεις ή τέσσερις φορές. Τελικά απέκτησε τόση αυτοπεποίθηση στις κινήσεις, ώστε το συναίσθημά του έβγαινε μαζί τους. Με άλλα λόγια, η κίνηση προκάλεσε το συναίσθημα. Η σκηνή ήταν μια από τις καλύτερες του Τζάκι, και μια από τις ωραιότερες στιγμές της ταινίας.


από την ταινία «Το χαμίνι» (1921)

Πρόκειται για τη σκηνή που περιγράφει παραπάνω ο Τσάρλι Τσάπλιν

 Υπήρχε μια σκηνή, όπου θέλαμε να κλάψει στ’ αλήθεια ο Τζάκι τη στιγμή που τον απομάκρυναν από εμένα δύο υπάλληλοι του ασύλου. Του είπα όλων των ειδών τις τρομαχτικές ιστορίες, αλλά ο Τζάκι είχε μια πολύ χαρούμενη και παιχνιδιάρικη διάθεση. Αφού περιμέναμε για μια ώρα, είπε ο πατέρας του: «Θα τον κάνω να κλάψει».
«Μην τρομάξεις ή χτυπήσεις το παιδί», είπα όλο ενοχή.
«Ω, όχι, όχι», είπε ο πατέρας.
Ο Τζάκι είχε τόσο όμορφη διάθεση που δεν είχα το κουράγιο να μείνω και να δω τι θα του έκανε ο πατέρας του, έτσι πήγα στο καμαρίνι μου. Λίγες στιγμές αργότερα άκουσα τον Τζάκι να κλαίει και να οδύρεται.
«Έτοιμος είναι», είπε ο πατέρας του.
Ήταν μια σκηνή όπου σώζω το παιδί από υπαλλήλους του ασύλου, κι ενώ κλαίει ακόμη το αγκαλιάζω  και το φιλώ. Μόλις τελείωσε, ρώτησα τον πατέρα: «Πώς τον κατάφερες να κλάψει;».
«Του είπα απλώς πως αν δεν τα κατάφερνε, θα τον παίρναμε από το στούντιο και θα τον στέλναμε στ’ αλήθεια στο άσυλο».
Γύρισα προς τον Τζάκι και τον πήρα στα χέρια μου για να τον παρηγορήσω. Τα μάγουλά του ήταν ακόμη υγρά από τα δάκρυα. «Δεν θα σε πάρει κανείς από δω», του είπα.
«Το ήξερα», ψιθύρισε. «Ο μπαμπάς με κορόιδευε».

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
μετάφραση Σ. ΜΑΡΚΕΤΟΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ


από την ταινία «Το χαμίνι» (The kid), 1921
συγκλονιστική σκηνή, στην οποία ο Τσάρλι Τσάπλιν σώζει τον Τζάκι Κούγκαν από το άσυλο

 

Ο Τσάπλιν ήταν γνωστός στους συνεργάτες του για την τελειομανία του. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Gold Rush, η σκηνή που ο «Μοναχικός Χρυσοθήρας» τρώει τα κορδόνια του γυρίστηκε τόσες φορές που ο Τσάπλιν χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο από υπερβολική πρόσληψη σακχάρου. Τα κορδόνια ήταν από γλυκόριζα.

Α. ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ «200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΑΡΛΟ»
από το http://www.men24.gr/html/ent/001/ent.79001.asp

η κλασική σκηνή που ο Τσάρλι Τσάπλιν τρώει το παπούτσι του είναι στο http://www.youtube.com/watch?v=mtZTIwSIuGw

 

«Πεθαίνω! Φώναξε το δικηγόρο μου»

Ο χρυσοθήρας πρωτοπροβλήθηκε στο Στραντ Θίατερ της Νέας Υόρκης και παρακολούθησα την πρεμιέρα. Από τη στιγμή που άρχισε η ταινία δείχνοντάς με να περπατώ χαρούμενος στην άκρη ενός γκρεμού χωρίς να έχω πάρει είδηση μια αρκούδα που με ακολουθούσε, το κοινό επευφημούσε φωναχτά. Ανάμεσα στα γέλια ακούγονταν «μπράβο» μέχρι το τέλος της προβολής. Ο Χάιραμ Άμπραμς, ο διευθυντής πωλήσεων της Γιουνάιτεντ Άρτιστς, ήρθε αργότερα και με αγκάλιασε. «Τσάρλι στο εγγυώμαι πως θα μας φέρει τουλάχιστον έξι εκατομμύρια δολάρια» – και μας έφερε!
Μετά την πρεμιέρα, κατέρρευσα. Έμενα στο Ριτζ Οτέλ και μου ήταν αδύνατο να πάρω αναπνοή. Τρομοκρατημένος τηλεφώνησα σε ένα φίλο. «Πεθαίνω», είπα βαριανασαίνοντας, «φώναξε το δικηγόρο μου!».
«Δικηγόρο; Το γιατρό θα εννοείς!» είπε τρομοκρατημένος.
«Όχι, όχι, το δικηγόρο, θέλω να κάνω τη διαθήκη μου».

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
μετάφραση Σ. ΜΑΡΚΕΤΟΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ 


Απίθανη σκηνή από τον Χρυσοθήρα

 

Το κυνηγητό του Τσάπλιν μπορεί να πει κανένας ότι αρχίζει με την ταινία «Μεσιέ Βερντού». Ο ίδιος ο Τσάπλιν στη συνέντευξη τύπου που έδωσε για την ταινία στη Νέα Υόρκη τον Απρίλη του ’47, είχε πει αστειευόμενος «εμπρός για τη σφαγή». Χωρίς να το ξέρει είχε διαλέξει τη σωστή λέξη. Τα χτυπήματα άρχισαν να φτάνουν από παντού, βασιζόμενα πάνω στις γνωστές κατηγορίες της ανηθικότητας (το «Βερντού» χαρακτηρίστηκε σαν απολογισμός του εγκλήματος), του κρυφομπολσεβικισμού, του αντιπατριωτισμού (μια και δεν πήρε ποτέ την αμερικανική υπηκοότητα), της συνεργασίας με τον κομμουνιστή συνθέτη Χανς Άισλερ, υποτιθέμενο πράκτορα της Μόσχας. Ο Τσάπλιν απάντησε σε όλες αυτές τις κατηγορίες δηλώνοντας για μία φορά ότι είναι απολιτικό άτομο, ειρηνιστής, πιστός στους φίλους του οποιεσδήποτε και αν ήταν οι πεποιθήσεις τους και ότι είναι πολίτης του κόσμου. Αλλά οπωσδήποτε ταράχτηκε από τη δηλητηριασμένη αυτή ατμόσφαιρα που τον περιέβαλε και που λίγο αργότερα τον οδήγησε στην εξορία.

ΤΟΥΛΙΟ ΚΕΖΙΤΣ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΕΛΑΕΙ»
περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τ. 20-21

.

Πράγματι τα όσα λέει ο Τσάρλι Τσάπλιν ως «Κύριος Βερντού» (1947) ήταν πρωτοφανή για την άκρως συντηρητική περίοδο του ψυχρού πολέμου και του μακαρθισμού που βίωνε τότε η Αμερική.

Για την κατηγορία εναντίον μου ότι είμαι κατά συρροήν δολοφόνος, ο ίδιος ο κόσμος δεν το ενθαρρύνει; Δεν παράγει όπλα καταστροφής με σκοπό τη μαζική δολοφονία; Δε διαλύει ανυποψίαστες γυναίκες και μικρά παιδιά σε κομματάκια; Και το κάνει πολύ επιστημονικά. Ως κατά συρροήν δολοφόνος είμαι ερασιτέχνης συγκρινόμενος με αυτούς.

Πόλεμοι, συγκρούσεις, όλα είναι δουλειά. Ένας φόνος σε κάνει εγκληματία, εκατομμύρια φόνοι σε κάνουν ήρωα. Οι αριθμοί σε εξαγνίζουν.

ΙΕΡΕΑΣ: Ήρθα να σου ζητήσω να κάνεις ειρήνη με τον Θεό.
Κ. ΒΕΡΝΤΟΥ: Είμαι σε ειρήνη με τον Θεό. Η διαμάχη μου είναι με τον άνθρωπο.

ΙΕΡΕΑΣ: Δεν αισθάνεσαι τύψεις για τις αμαρτίες σου;
Κ. ΒΕΡΝΤΟΥ: Ποιος ξέρει τι είναι η αμαρτία; Αυτή που γεννήθηκε απ’ του Θεού τον άγγελο που έπεσε, ποιος ξέρει ποιο μυστηριώδες πεπρωμένο τάχα υπηρετεί; Πιστεύω πως η αμαρτία είναι ένα μυστήριο εξίσου μεγάλο με την αρετή.

Η σκηνή της απολογίας του κ. Βερντού στο http://www.youtube.com/watch?v=E3yTWuEdcPI&feature=related

Στα 1952 ο Τσάρλι Τσάπλιν συνοδευόμενος από την οικογένειά του αναχώρησε με το υπερωκεάνειο Κουίν Ελίζαμπεθ για την Αγγλία. Εκεί έμαθε πως του απαγόρευαν την επανείσοδό του στις ΗΠΑ:

Αργότερα, με φώναξε στην καμπίνα του και μου διάβασε το τηλεγράφημα. Μας ειδοποιούσαν πως μου απαγόρευαν την επιστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως αν ήθελα να ξαναεπισκεφθώ τη χώρα θα έπρεπε να περάσω από μια ανακριτική επιτροπή της Υπηρεσίας Μεταναστών για να απαντήσω σε κατηγορίες πολιτικής φύσης και ηθικής φαυλότητας. Το πρακτορείο Ηνωμένος Τύπος ήθελε να μάθει αν είχα κάποιο σχόλιο για όλα αυτά.
Όλα τα νεύρα μέσα μου τεντώθηκαν. Το αν θα ξαναγύριζα σ’ αυτή τη χώρα της δυστυχίας ελάχιστα με ένοιαζε. Θα ήθελα πολύ να τους πω πως όσο νωρίτερα έφευγα μακριά από αυτή την ατμόσφαιρα που έσταζε μίσος, τόσο το καλύτερο, πως είχα βαρεθεί πια τις προσβολές της Αμερικής και τους ηθικούς της κομπασμούς και πως όλη η υπόθεση είχε καταντήσει φρικτά βαρετή. Όμως όλα τα υπάρχοντά μου βρίσκονταν στην Αμερική και ήμουν τρομοκρατημένος μήπως έβρισκαν κάποιον τρόπο για να μου τα κατάσχουν. Εδώ που είχαν φθάσει τα πράγματα, θα μπορούσα να περιμένω την πιο αδίστακτη συμπεριφορά από τη μεριά τους. Έτσι προτίμησα να βγάλω μια πομπώδη ανακοίνωση όπου έλεγα πως θα επέστρεφα και θα απαντούσα στις κατηγορίες τους και πως η άδεια επανεισόδου που μου είχαν δώσει δεν ήταν κάποιο παλιόχαρτο, αλλά ένα έγγραφο που μου παραδόθηκε καλόπιστα από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών – μπλα, μπλα, μπλα.

ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ «ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ»
μετάφραση Σ. ΜΑΡΚΕΤΟΣ, Εκδόσεις ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ

 

Ο Τσάρλι Τσάπλιν επέστρεψε στην Αμερική για μία και μοναδική φορά, στα 1972, για να παραλάβει το τιμητικό Όσκαρ που του απένειμε η Ακαδημία του Χόλιγουντ:


1972: Απονομή τιμητικού Όσκαρ στον Τσάρλι Τσάπλιν
(Ο Τσάπλιν εμφανίζεται στα 2΄και 48΄΄ ενώ αυτός που χειροκροτάει καθιστός στο 4΄και 38΄΄ είναι ο Τζάκι Κούγκαν!
Σύμφωνα με την Wikipedia, σ’ αυτή την τελετή ο Τσάρλι Τσάπλιν κέρδισε το μακρύτερο, στην ιστορία της Ακαδημίας, standing ovation, δηλαδή χειροκρότημα με όρθιους τους θεατές, που κράτησε συνολικά δώδεκα λεπτά. Πάντως στο βίντεο δε φαίνεται κάτι τέτοιο, το χειροκρότημα διαρκεί περίπου δυόμισι λεπτά.)

 

Το μυστικό του Ανθρωπάκου:

Σε κάθε του έργο έρχεται και ξανάρχεται αυτή η πάλη του Ενός με το τυφλό Σύνολο, η πάλη του Αδύνατου με τους Δυνατούς, η πάλη του Φτωχού με τους Πλούσιους. Αν στην πάλη αυτή, ο ένας, ο αδύνατος, ο φτωχός, συντριβόταν, οι ταινίες του Τσάπλιν δε θα ήταν παρά ρεαλιστικά δραματικές. Αν νικούσε κι ευτυχούσε, δε θα ήταν παρά νέες εκδόσεις του συμβατικού «χάπι-εντ». Ο Τσάπλιν διάλεξε άλλον, πολύ βαθύτερο δρόμο: Ο αδύνατος, ο μόνος, με την εξυπνάδα του, με τη λυγεράδα του, γελοιοποιεί τους δυνατούς, εξευτελίζει τη σοβαρότητά τους, κουρελιάζει την αξιοπρέπειά τους, κατατροπώνει τη δύναμή τους. Αλλά η νίκη του σταματάει ως εκεί. Είναι μια νίκη χωρίς γέρας, χωρίς κέρδος άλλο από τη χαρά που νιώθει ο Δαυίδ για τη συντριβή του Γολιάθ. Ο Τσάπλιν, κι όταν νικάει , αρνιέται τους καρπούς της νίκης του, δε δέχεται να γίνει ο ίδιος πλούσιος, δυνατός, δυνάστης ίσως. (Το τέλος του «Χρυσοθήρα» είναι μια εξαίρεση, μέσα στο έργο του). Του φτάνει να γκρεμίσει, έστω και για λίγο, τη Δύναμη απ’ το θρόνο της, να της πάρει το κνούτο απ’ τα χέρια. Έπειτα, ξαναγυρίζει στη φτώχεια του και στη μοναξιά του. Ξέρει πως η ευτυχία δεν υπάρχει στη Δύναμη και στον Πλούτο – και ξέρει πως η ευτυχία του Έρωτα είναι πύργος στην άμμο. Έτσι παίρνει πάλι το μεγάλο δρόμο, μόνος, γυμνός, έρημος, με την πίκρα στην καρδιά, με τη μάσκα του χαμόγελου στα χείλια – και με την πάντα ανικανοποίητη δίψα για τη μεγάλη Αγάπη.

Όπως έλεγε ο ίδιος κάποτε «τα τεράστια ασήκωτα παπούτσια του είναι το πιο σημαντικό και το πιο συμβολικό μέρος του Ανθρωπάκου. Που διψάει για έρωτα, αλλά τα πόδια του δεν τον αφήνουν να τρέξει σ’ αυτόν». Μα είναι και το γενικότερο σύμβολο του δραματικού χάους ανάμεσα στη Θέληση και στην Μπόρεση των βροτών. Ανάμεσα στους απέραντους πόθους μας και στη λιγοστή δύναμή μας. Ενός χάους που, ακόμα κι όταν το ξέρουμε, δεν παύουμε –μια ζωή ολόκληρη – ν’ αγωνιζόμαστε για να το γεφυρώσουμε.

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΥ»
απόσπασμα από άρθρο του στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 25/4/1958


Ο Τσάρλι Τσάπλιν κουρέας
από την ταινία «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», (1940)

 

μια απ’ τις μεγάλες κληρονομιές του εικοστού αιώνα:

Χαίρε, χαμίνι, Τσάρλι Τσάπλιν, παιδί του άκαρδου Λονδίνου και της πιο άκαρδης Νέας Υόρκης κι άντρα της σκληρής ζούγκλας του Χόλιγουντ που σκέφτηκες και φρόντισες τους άλλους. Εμάς, όλους τους άλλους, που μεγαλώσαμε έχοντας αποκούμπι το γέλιο που γενναιόδωρα μας πρόσφερες, αυτό το γέλιο που θα σταθεί μια απ’ τις μεγάλες κληρονομιές του εικοστού αιώνα, του αιώνα του σκληρού, με τις εκατόμβες των θυμάτων, με τις απάνθρωπες δικτατορίες, με τα βασανιστήρια του ανθρώπου από τον άνθρωπο, με τα μεγάλα λόγια και τις κούφιες υποσχέσεις, με τα προδομένα όνειρα και με Σένα πού ’ξερες να βρίσκεις την αλαφριά πλευρά της δυστυχίας και να μας δείχνεις πως πάντα υπάρχει ένας δρόμος που τον παίρνει ο καθένας μόνος του, ένας δρόμος προς μιαν ανέκκλητη καταδίκη που εσύ ο πεισματάρης ανθρωπάκος τολμούσες να φαντάζεσαι δαμαζόμενη από το πείσμα και το γέλιο σου.

ΑΓΛΑΪΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1213

 

 
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πυγμάχος
από την ταινία «Τα φώτα της πόλης», (1931)