Φρέντυ Γερμανός

Η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τον πολιτισμό. Έκτοτε αναζητά το παιδί της σε βουνά και σε λαγκάδια, χωρίς να το βρίσκει. Δεν θα το βρει ποτέ.

«ΤΡΕΛΑΘΗΚΑΜΕ ΕΝΤΕΛΩΣ;» Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

.

Στα 1976, ο Φρέντυ Γερμανός ετοίμασε για το “Πορτραίτο της Πέμπτης” μια εκπομπή αφιέρωμα στην Κυρά της Ρω. Πολύ μικρό απόσπασμα από αυτή την εκπομπή υπάρχει στο youtube:

Ενώ ολόκληρη η εκπομπή – συνέντευξη -με καλύτερη ποιότητα εικόνας και ήχου- υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ:

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=73761&tsz=0&act=mMainView

Από αυτή την εκπομπή δημοσιεύουμε παρακάτω μερικά απομαγνητοφωνημένα στιγμιότυπα:

Είσαι μια χαρά. Σε τρέφει ο βράχος, φαίνεται.
Από πότε ήσουν στη Ρω, για πες μου; Πόσα χρόνια;

Το 27 πήγαμε. Το 29 ήρθαν οι Τούρκοι και βάλαν μια σημαία τσίγκινη…

Α, βάλαν οι Τούρκοι μια τσίγκινη σημαία. Αλλά εσύ ήσουν εκεί πέρα.

Πώς! Αφού σου λέω, από το 27 ήμουνα. Ύστερα από δυο χρόνια ήρθαν οι Τούρκοι…

Ναι, πες μου την ιστορία αυτή, δεν το ‘ξερα, ότι βάλαν σημαία οι Τούρκοι, το 29.

Πάνω στο Κάστρο… Και φέραν τη σημαία με δυο ξύλα, τσίγκινη μάλιστα.

Τσίγκινη για να μην την παίρνει ο αέρας…

Ναι. Δύο ξύλα βάλαν. Και βάλαν στην από κάτω τσιμέντα. Για να είναι στερεά.

Γράφουν οι Εικόνες ότι είχαν έρθει οι Τούρκοι το 29 στη Ρω, αλλά επειδή έμενες, εσύ κι ο άντρας σου, πήραν πάλι τη σημαία τους και φύγαν.

Ναι, την πήραν. Αλλά τώρα, ύστερο πάλι που έλειπα…

Το έμαθα. Ότι βάλαν σημαία πάλι… Θα μου τα πεις μετά αυτά. Βάλαν τη σημαία, αλλά μετά τη βγάλαν πάλι.
Πες μου εκεί στη Ρω, έμενες περίπου 40 χρόνια, ολομόναχη… με τον άντρα σου;

Όχι, ο άντρας μου πέθανε στις αρχές του 40… και τον πήγαμε στο Καστελόριζο…

Και μετά έμεινες με τη μάνα σου…

Μετά έφερα τη μανίτσα μου, κάθονταν μαζί μου, αλλά δεν καλοέβλεπε. Μετά έγινε ο πόλεμος, έφυγε ο κόσμος… Άστα τα χάλια μου… Έχω…

Έχεις περάσεις πολλά, κυρα-Δέσποινα, αλλά είσαι Ελληνίδα. Κι αυτό είναι το πιο ωραίο. Τα έχεις αντέξει όλα και χαμογελάς…

(η κυρά της Ρω χαμογελάει)

…Μετά από όλα αυτά έχεις χαμόγελο. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο. Πώς επικοινωνούσες με το Καστελόριζο; Είχες τρόπο να επικοινωνείς;

Έρχονταν βάρκες, ψαράδες, και όταν τους έπιανε η κακοσύνη, τους κοίταζα.

Α, τους φύλαγες εκεί πέρα.

Με λίγα λόγια η ζωή των Καστελοριζιών είναι αυτό το νησάκι. Εάν το παίρνασι, το Καστελόριζο δε…

 Δε θα υπήρχε. Αλλά ήσουν εκεί πέρα εσύ και δε μπορούσαν να το παίρνασι…

 (…..)

Δε μου λες, τι ήταν αυτό που σε έκανε για πρώτη φορά να σηκώσεις τη σημαία, κυρα-Δέσποινα;

Έτσι με φώτισε.

Πώς;

Αφού έφυγαν πια οι Ιταλοί, κι ήρθε η Ελλάδα, λέω να σηκώσουμε τη σημαία, τη δική μας, το σταυρό… γιατί αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα…

Και κάθε φορά που έβλεπες ένα καράβι, σήκωνες τη σημαία;

Όταν κατέβαινε δικό μας καράβι, σήκωνα τη σημαία και χαιρετούσα, διότι ήτο πλησίως στα δικά μας νερά. Τα τούρκικα πηγαίναν προς την ανατολή. Και όταν έβλεπα κανένα πολεμικό, από μακριά… σφυρούσανε… να τρέχω η κακομοίρα, να τρέχω, να τρέχω…

Στα κατσάβραχα!

Να πάω να σηκώσω τη σημαία!

Από συνέντευξη που έδωσε η Κυρά της Ρω στον Φρέντυ Γερμανό
http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=73761&tsz=0&act=mMainView

Ο Νίκος Πάγιας μιλάει στον Φρέντυ Γερμανό για την κυρά της Ρω:

Εσείς ήσασταν ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού…

Εγώ ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι επιχειρήσεις που κάναμε ήταν στα νησιά του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου. Το Καστελόριζο το είχα δει το Σεπτέμβριο του 1943 από μακριά, περνώντας έξω από το Καστελόριζο, πηγαίνοντας για επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Και την ημέρα που πέρναγα καιγόταν το Καστελόριζο… τότε που είχε υποστεί το μεγαλύτερο βομβαρδισμό.

Το Σεπτέμβριο του 44 φεύγαμε πάλι για επιχειρήσεις και το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν το Καστελόριζο. Βέβαια, η εντύπωσή μου βλέποντάς το ήταν τραγική, διότι δεν υπήρχε ψυχή επάνω στο Καστελόριζο, ήτανε κατεστραμμένο, καμένο… ούτε γάτα δεν υπήρχε…

Είχαν φύγει οι κάτοικοι;

Είχαν φύγει οι κάτοικοι προ έτους, και μάθαμε ότι είχαν μείνει δύο άνθρωποι, δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Όταν φτάσαμε στο Καστελόριζο, με φώναξε ο στρατηγός Τσιγάντες και μου έδωσε εντολή να πάω στη Ρω και να δω τι γίνεται σ’ αυτό το νησί πάνω. Πήραμε μια βενζινάκατο, με τρεις ανθρώπους και πήγα στη Ρω. Όταν βγήκα έξω, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν μια αγελάδα ισχνή.

Τίποτε άλλο;

Τίποτε άλλο. Και ύστερα από λίγο είδα κατσίκια, πολλά. Γυρίζοντας το κεφάλι μου δεξιά, βλέπω μια γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, να φεύγει και να μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι. Προχώρησα, κτύπησα την πόρτα και βγαίνει η Δέσποινα η Αχλαδιώτου, μια λεβεντογυναίκα, ηλιοκαμένη, με μεγάλα μάτια, ζωηρά, έξυπνα, διαπεραστικά και μου λέει «τι θέλεις;». Της λέω «κατ’ αρχήν μη φοβάσαι, είμαι Έλλην αξιωματικός, και είμαι και Καστελοριζιός. Λέγομαι Νίκος Πάγιας». Μου λέει «είσαι Καστελοριζιός;». Λέω ναι. Μου λέει «πέρασε» και με βάζει μέσα στο σπίτι της. Κάθομαι εγώ σε μια καρέκλα και τα παιδιά, οι δικοί μου μαζί. Φεύγει, έρχεται ύστερα από λίγο και συνοδεύει μια γρια γυναίκα, ίσαμε 80 χρόνων τυφλή.

Προσθέτει η Κυρά της Ρω: Η μανίτσα μου.

Την οποία τη φέρνει κοντά και της λέει «μάνα το παιδάκι από εδώ είναι Καστελοριζιός. Είναι ο Νίκος ο Πάγιας. Με χαιρέτησε η γιαγιά. Κάθισε δίπλα μου και μου υπέβαλε ερωτήσεις. (…) Όταν τελείωσε η «ανάκριση», σηκώνεται, παίρνει την κυρα-Δέσποινα από το χέρι και επιστρέφει με δύο κεφαλάκια τυρί. Καμωμένα με το γάλα των κατσικιών.

Της Ρω.

Μου το έδωσε για πεσκέσι. Της λέω, “γιαγιά, ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ συγκινητικό αυτό το πράγμα, αλλά εγώ δεν μπορώ να το πάρω γιατί δεν μπορώ να τα κουβαλάω. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα ξανάρθω, να σας ξαναδώ και τότε να δούμε τι θα κάνουμε. Έφυγα από το νησί, πήγα στο Καστελόριζο, τα ανέφερα στο διοικητή μου, τον αείμνηστο Τσιγάντε, την κατάσταση των γυναικών, οπότε φορτώσαμε μια βενζινάκατο τρόφιμα και τα στείλαμε πάνω στο νησί. Βεβαίως εμείς φεύγαμε μετά από μερικές ώρες. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και μου έχει μείνει είναι ότι φεύγοντας από το Καστελόριζο και ξεκινώντας για τις επιχειρήσεις, περάσαμε από τη Ρω και τη σημαία την είδα εγώ υψωμένη!

Ελληνική σημαία!

Ελληνική σημαία, που ύψωσε η κυρα-Δέσποινα στη Ρω, περνώντας το τμήμα του Ιερού Λόχου, πηγαίνοντας για επιχειρήσεις.

από την εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού “ΟΙ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ”
http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=73761&tsz=0&act=mMainView

 

Ο Φρέντυ Γερμανός…

Επισκέφτηκε νοσοκομεία της Αμερικής και του Λονδίνου, που του είπαν ορθά κοφτά την αλήθεια. Δυο μήνες ζωή! Κι εκείνος αστειευόμενος τους απάντησε: “Είδατε οι Έλληνες είναι πιο χουβαρντάδες! Μου έδωσαν έξι μήνες ζωή”. Ο Φρέντυ προετοιμάστηκε για το ταξίδι του. Πάλεψε και τα κατάφερε. Ο ίδιος έλεγε στο γιατρό του: “Μη στεναχωριέσαι, θα το ξεπεράσεις!” Κι εκείνος ήξερε ότι το τέλος δε θα αργούσε να ‘ρθει. Το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν τα βιβλία του. Όμως, με το συνεργάτη και εκδότη του, τον Θανάση Καστανιώτη, τακτοποίησαν όλες τις εκκρεμότητες κι όλες τις επανεκδόσεις που έπρεπε να γίνουν και σε προηγούμενα βιβλία του με καινούρια εξώφυλλα. (…) Δίπλα του μόνο η Μαρία Ιωαννίδου, η κόρη του Ναταλία και οι φίλοι του Κυρ και Σεραφείμ Φυντανίδης. Λίγο πριν το τέλος, τους έλεγε: “Ζω το πιο συναρπαστικό σενάριο της ζωής μου. Κρίμα που δε θα ‘μαι εκεί να γράψω το τέλος μου”.

εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 20/5/2004

 

“Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος περίμενε το θάνατο”

Απ’ τη γωνία της οδού Παπαδιαμαντοπούλου ο Ρώσος ακόλουθος παρακολουθούσε σαστισμένος τη σκηνή: “Είδα τους στρατιώτες να στήνουν τον άνθρωπο με το άσπρο κοστούμι εμπρός σε ένα τοίχο. Ύστερα έκαναν τέσσερα βήματα πίσω. Τότε μόνο κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν να τον εκτελέσουν. Εμείς περιμέναμε το τραμ και ένας άνθρωπος, εκατό μέτρα πιο κάτω, περίμενε το θάνατο.
Ο Λεμπέντιεφ δεν ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυς της δολοφονίας. Άλλωστε γύρω η ζωή της Αθήνας του 1920 συνεχιζόταν κανονικά: “Λίγα δευτερόλεπτα πριν τον στήσουμε στον τοίχο είχε περάσει μια μοτοσυκλέτα” θα θυμόταν αργότερα ένας απ’ τους στρατιώτες. “Ένα δευτερόλεπτο μετά πέρασε ένα τραμ”.
Ακριβώς απέναντι απ’ το σημείο που είχε σταθεί το απόσπασμα, ένας εργάτης απ’ την Πρέβεζα, ο Κυριάκος Κούλης, περίμενε ένα κάρο με πέτρες. Κοίταζε, τώρα, αποσβολωμένος τους στρατιώτες να ταχτοποιούν τον μελλοθάνατο στο χώρο της κάθαρσης. Δέκα μέτρα αριστερά του, εμπρός στο εστιατόριο “Ηλύσια”, λαγοκοιμόταν ένας κουλουράς. Στην απέναντι γωνιά μια γυναίκα πουλούσε γκαζόζες. Κοίταζε κι αυτή, με ορθάνοιχτα μάτια, τη σκηνή.
Ο λοχίας έσκυψε και είπε κάτι στο αυτί του Δραγούμη. Ίσως να τον ρώτησε: “Έχεις καμιά τελευταία επιθυμία;” Ο Δραγούμης δεν απάντησε. Έβγαλε μόνο απ’ την τσέπη του και φόρεσε το δεύτερο μονόκλ του – πάντα φύλαγε ένα δεύτερο μονόκλ, για την περίπτωση που θάσπαγε το πρώτο.
(…)
“Επί σκοπόν” διάταξε ο λοχίας.
Ο ιδρώτας κυλούσε ζεστός στα μέτωπα όλων, του Δραγούμη, του λοχία, των φαντάρων. Αυτό το απομεσήμερο ήταν σίγουρα το πιο πυρωμένο απομεσήμερο του 1920.
“Πυρ”.
Κανένας δεν πυροβόλησε. Λες κι ήταν κι οι οχτώ συνεννοημένοι. Ίσως και νάταν. Αυτά τα οχτώ άγουρα παλληκάρια είχαν έρθει απ’ την Κρήτη για να προστατέψουν τον Βενιζέλο, όχι για να σκοτώνουν ατσαλάκωτους άντρες.
“Ρίχτε, ρε!” φώναξε ο λοχίας.
Κι έριξε πρώτος στον Δραγούμη. Η σφαίρα τον βρήκε στο στήθος – το τράνταγμα έκανε τον Δραγούμη να στριφογυρίσει επί τόπου. Την ίδια ώρα έπεσαν και οι οχτώ σφαίρες του αποσπάσματος, δύο – τρεις τον βρήκαν στο στήθος και οι άλλες πίσω, την ώρα που είχε γυρίσει πια κι έπεφτε κάτω, στο καυτό χώμα του πεζοδρομίου, με την πλάτη γυρισμένη προς το απόσπασμα. “Ευρέθηκαν πέντε έως έξι τραύματα εκ των όπισθεν” θα έγραφε στην έκθεσή του ένας νεαρός ανθυπίατρος που θα εξέταζε πρώτος το κουφάρι του όταν το μετέφεραν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Όταν ο λοχίας πλησίασε, πάνω απ’ το πεσμένο κορμί, ο Δραγούμης ζούσε ακόμα. Το αριστερό του πόδι, μονάχα, έκανε μερικές σπασμωδικές κινήσεις. Ο λοχίας πυροβόλησε ξανά, αυτή τη φορά στο κεφάλι.
Το αριστερό πόδι έμεινε ακίνητο.

από το βιβλίο του ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΥ “Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

Ο Φρέντυ Γερμανός γράφει για την Έλλη Λαμπέτη:

“Η Έλλη έκανε πάντα κάτι αναπάντεχο”, λέει ο Κουν. Από ένα τέτοιο αναπάντεχο θα γεννηθεί το 1946 μια στιγμή που θα περάσει στην ιερή Μυθολογία του θεάτρου μας.
Ήταν μια σκηνή στον “Γυάλινο κόσμο” όπου η Λάουρα σβήνει το κερί, δίπλα στον κοιμισμένο αδελφό της: “Μια ποιητική στιγμή!” Πώς να κάνεις όμως ποίηση, όταν πρέπει να φουσκώσεις τα μάγουλά σου για να φυσήξεις; Η Έλλη αποφάσισε να λύσει τον γρίφο, χωρίς να πει τίποτε στον Κουν. Κάθε βράδυ που γύριζε στην οδό Ασκληπιού, κλεινόταν μόνη της στην κουζίνα, άναβε ένα σπαρματσέτο και προσπαθούσε να το σβήσει ποιητικά:
“Τελικά βρήκα τον τρόπο. Έπρεπε το στόμα μου να είναι ακριβώς απέναντι στο σπαρματσέτο – η ανάσα μου να σημαδεύει τη φλόγα. Μου πήρε ένα μήνα, αλλά τα κατάφερα! Έμαθα να σβήνω το κερί με μιαν ανάσα”.
Όλα αυτά για μια σκηνή που κρατούσε όλα κι όλα δέκα δευτερόλεπτα! Άξιζε όμως τον κόπο. Ένα βράδυ μπαίνει στο θέατρο ο Άγγελος Σικελιανός – περίπου τυχαία. Θα ξανάρθει άλλες δέκα φορές:
“Έρχομαι για να καταλάβω πώς σβήνει τα κεριά το κορίτσι αυτό” λέει ο Σικελιανός. “Είναι το πιο ποιητικό πράμα που είδα ποτέ μου”.

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ “ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ” Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

 

Ο Φρέντυ Γερμανός μιλάει στην Εύη Κυριακοπούλου για τη φιλία του με την Έλλη Λαμπέτη και θυμάται μικρές προσωπικές της στιγμές:

 

φανταστικά γράμματα

Η Λαμπέτη, είχε μία τάση να γράφει γράμματα, στο μυαλό της μέσα, χωρίς να τα γράφει…
Δηλαδή
Έγραφε πολύ ωραία, μπορούσε να τα σκεφτεί πολύ ωραία, αλλά δεν έγραφε τα γράμματα αυτά. Είχε γράψει γράμμα στον Αϊνστάιν, στην Γκάρμπο, στον Κένεντι, κάποια στιγμή έγραψε γράμμα στον Ανδρέα Παπανδρέου, με τον οποίο δεν είχε ιδιαίτερη…
Αυτό δεν υπάρχει ούτε στο βιβλίο σας…
Όχι… Μου το διηγήθηκε. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής της. Κάτι έκανε ο Ανδρέας -που δεν τον είχε ψηφίσει ποτέ της-, που της άρεσε… κι έτσι εκρηκτική και ορμητική όπως ήταν, του γράφει: “Αγαπητέ, κύριε Παπανδρέου, δε με ξέρετε, είμαι συνάδελφος της Αλίκης Βουγιουκλάκη”. Τυπικό δείγμα σαρκασμού της Έλλης. “Στις τελευταίες εκλογές δε σας ψήφισα, σας υπόσχομαι να σας ψηφίσω στις επόμενες. Εάν, ο μη γένοιτο, δεν πάρετε την ψήφο μου θα φταίει η επάρατος νόσος”. Δεν είναι; Και την πείραζε πάρα πολύ που την λέγανε “επάρατο νόσο”. Έλεγε “μα γιατί; δεν έχει όνομα; Γιατί δεν λένε καρκίνος;” Ήτανε πολύ δυνατή και πολύ μαχητική. Πολεμούσε. Είχε το θέατρο σα θρησκεία…

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
από μια συζήτηση με την Εύη Κυριακοπούλου
στην εκπομπή της ΕΡΤ “ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ” (1998) 

 


αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση…

Δεν μπορώ εδώ να μην κάνω μία ερώτηση, γιατί υπήρχε η φήμη ότι ήταν σκληρή.
Ναι, ήταν. Αλλά ήταν με τον εαυτό της πιο πολύ απ’ όλους. Όταν ανέβασε τη “Μικρή μας Πόλη” που ήταν ένα πολύ ωραίο έργο, παίχτηκε τελευταία, του Θόρντον Γουάιλντερ, ήταν μεγάλη αποτυχία, εδώ είναι το μυστήριο, δηλαδή σε δέκα μέρες μέσα έπρεπε το έργο να κατέβει και της λένε: πρέπει να το κατεβάσουμε, και είπε εντάξει, θα ανεβάσουμε “Το ανοιξιάτικο τραγούδι” του Τζων Βαν Ντρούτεν… και κάποια στιγμή, λίγο πριν κατέβει το έργο, έρχεται ο Ψαθάς, να δει το έργο, ο Ψαθάς τότε ήταν η ηλεκτρονική δύναμη του Τύπου, δηλαδή όταν το έγραφε ο Ψαθάς ήταν σα να λέμε σήμερα…
Σα να λέμε σήμερα για ποιον;
…Το ‘πε η τηλεόραση…
Μάλιστα.
Κάτι τέτοιο… Και ο Ψαθάς, αυτός ο πολύ τραχύς εισαγγελέας του ελληνικού Τύπου, δάκρυσε σε μία μάλιστα σκηνή που λέει: “αυτά που ζήσαμε τι κρίμα που δεν καταλαβαίναμε τότε τι αξία είχαν”, μία πραγματικά πολύ δυνατή σκηνή… και γράφει ένα χρονογράφημα – ύμνο την άλλη μέρα. Και αμέσως οι εισπράξεις ανεβαίνουν κάθετα. Και γίνεται ΤΟ πρώτο θέατρο. Και κρατάει αυτό για μέρες. Και βεβαίως όλοι περιμένουν ότι η Έλλη θα αλλάξει γραμμή και θα κρατήσει το έργο… και συνεχίζει τις πρόβες κι όταν την ρωτάνε: μα γιατί, αφού το έργο πάει τόσο καλά; λέει: αφού δεν μπόρεσε το έργο να το κρατήσει η παράσταση και το κράτησε ο Ψαθάς τότε πρέπει το έργο να κατέβει…

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
από μια συζήτηση με την Εύη Κυριακοπούλου
στην εκπομπή της ΕΡΤ “ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ” (1998) 

 
“Μια τόσο όμορφη ιστορία”

“Τώρα τι γράφετε;”
“Μια ιστορία” είπα. “Κάτι για τον Ίωνα Δραγούμη”.
“Α”, είπε η κυρία Βούλα.
Δεν έδειξε να την τραβάει ιδιαίτερα το θέμα. Ούτε κι εμένα θα με τραβούσε πριν από λίγα χρόνια, στη δεκαετία του ‘70. Το όνομα του Δραγούμη, όπως μου ‘χει μείνει απ’ το σχολείο, ήταν δεμένο με βαρετά βιβλία και βαρετές αναλύσεις. Έπρεπε να γνωρίσω τον αληθινό Ίωνα, μέσα απ’ το στόμα του γέρο-αδελφού του και μέσα από κιτρινισμένα φύλλα ημερολογίου, για να τον αγαπήσω. Έπρεπε να μάθω για τα πάθη και για την αγνότητά του, για τον κρυφό έρωτά του, με την παντρεμένη Πηνελόπη Δέλτα του 1905 και το άδικο αίμα που είχε βάψει τη Βασιλίσσης Σοφίας, εκείνο το απομεσήμερο του 1920. Έπρεπε ακόμα να μάθω και πολλά άλλα που τα είχα βρει μόνος μου. Όλα αυτά δεν τα ήξερε βέβαια η κυρία Βούλα. Ούτε κι εγώ τα ήξερα ώσπου να τ’ ανακαλύψω. Αυτό που θυμάμαι, είναι πως μου ‘γινε συνήθεια κάθε φορά που έμπαινα στο μπακάλικο για να αγοράσω τις κονσέρβες της ημέρας, να της λέω σκόρπια κομμάτια απ’ την “Εκτέλεση”. Καμιά φορά ολόκληρες σελίδες που είχα γράψει την προηγούμενη νύχτα.
Θυμάμαι τα μάτια της, τα ζεστά θεσσαλονικιά μάτια, πώς ρουφούσαν τις εικόνες εκείνες. Ήταν ένα καλό μήνυμα ότι το βιβλίο θα διαβαζόταν. Την είχε αγγίξει κι εκείνη ο έρωτας του Ίωνα για τη Δέλτα – μια ιστορία που είχε μείνει θαμμένη στο χώμα για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
“Γιατί την έκρυψαν;” με είχε ρωτήσει με απορία η κυρία Βούλα – όταν είχε φτάσει η κουβέντα στους απόγονους. “Έναν τόσο μεγάλο έρωτα, μια τόσο όμορφη ιστορία”.
Κι ύστερα με αγωνία:
“Δεν ήταν;” με ρώτησε.
“Ήταν ίσως η πιο όμορφη ώρα στη ζωή και των δύο” είπα.
Το βιβλίο βγήκε μερικούς μήνες αργότερα στα 1985. Ήρθα στη Θεσσαλονίκη να το παρουσιάσω και μετά πέρασα απ’ την οδό Πλάτωνος να δω τη φίλη μου. Ήταν πάλι φθινόπωρο και πάλι τα μουσκεμένα φύλλα μύριζαν όπως τότε, όπως εκείνα τ’ απογεύματα κι εκείνα τα βράδια.
“Πώς πάει το βιβλίο;” ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε.
Το ‘χε διαβάσει βέβαια – ίσως κάμποσες φορές. Κι ήταν ακόμα μαγεμένη με αυτόν τον μοναχικό καβαλλάρη της πολιτικής που κατρακυλώντας, μέσα σε είκοσι χρόνια, απ’ το ένα ερωτικό κρεβάτι στο άλλο, είχε βρεθεί σ’ ένα χωματόδρομο, εκείνο το απομεσήμερο του 1920, με το κορμί γεμάτο ματωμένες τρύπες.
“Τι ιστορία!” είπε η κυρία Βούλα (Βγήκε απ’ το μπακάλικο και κοίταξε προς τα πάνω – η μπαλκονόπορτα  του σπιτιού όπου είχε γραφτεί το βιβλίο ήταν μισάνοιχτη): “Και τη γράψατε όλη εδώ στην οδό Πλάτωνος, στο σπίτι αυτό;”
“Την ξαναδούλεψα στην Αθήνα” είπα. “Αλλά το βιβλίο ναι, σίγουρα γράφτηκε εδώ. Και χωρίς να το ξέρεις, βοήθησες κι εσύ με τον τρόπο σου”.
Δεν της εξήγησα πώς το ‘χε πετύχει αυτό, γιατί δεν ήξερα να το πω με λόγια, αν και αυτή είναι η δουλειά ενός συγγραφέα. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου πίστευα πως η κυρία Βούλα είχε βοηθήσει στο γράψιμο της “Εκτέλεσης”, όσο είχαν βοηθήσει και τα σπουργίτια της οδού Πλάτωνος.
Όσο και τα φύλλα της Εγνατίας…
Πέρασαν πάλι δύο – τρία χρόνια. Το βιβλίο έγινε τηλεοπτική σειρά, όρμησε μέσα σε χιλιάδες σπίτια, έγινε λαϊκό θέαμα. Κι ο ήρωάς του, ο Ίων Δραγούμης ξεκόλλησε απ’ τα ψυγρά συγγράμματα και τις βαρετές μελέτες, κι έγινε κι αυτός λαϊκός ήρωας. Έγινε ακόμα κι εξώφυλλο σε τηλεοπτικά περιοδικά. Αν τον ήξερα καλά και νομίζω πια πως τον ήξερα, θα πρέπει να του άρεσε αυτή η αναπάντεχη εξέλιξη: Για εξήντα χρόνια τον είχαν παραχωμένο βαθιά μέσα στη γη -αυτόν και τα πάθη του. Τώρα ήταν πάλι ένας ζωντανός άνθρωπος, που χαμογελούσε απ’ τα περίπτερα στους περαστικούς. Μερικά κορίτσια στέκονταν και τον κοίταζαν. “Τι ωραίος άντρας” λέγανε.
Ναι, θα του άρεσε  του Ίωνα αυτή η τροπή των πραγμάτων.
Πέρυσι που βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη πέρασα βέβαια απ’ το μαγαζί της κυρίας Βούλας. Όταν με είδε το πρόσωπό της φωτίστηκε μ’ εκείνο το ζεστό χαμόγελο, που ήταν πάντα κάτι σαν προσωπική της ιδιοκτησία.
“Σας περίμενα” είπε. “Ελάτε, ελάτε”.
Με άρπαξε απ’ το χέρι, διασχίσαμε την οδό Πλάτωνος και βρεθήκαμε στην πλατεία. Ήταν μεσημέρι -τα σπουργίτια έλειπαν αυτή τη φορά. Η κυρία Βούλα στάθηκε μπροστά σε μια προτομή. Στάθηκα κι εγώ πλάι της.
“Κοιτάχτε” μου είπε. “Εδώ τον έβαλαν”.
Ύστερα μου έδειξε με το δάχτυλό της, είκοσι μέτρα πιο πέρα, το σπίτι της οδού Πλάτωνος.
“Ακριβώς απέναντι” είπε.
Ήταν ένα άγαλμα του Ίωνα, που είχε ξεφυτρώσει αναπάντεχα, στη γνώριμη πλατεία που τα βρεγμένα φύλλα της μου έφερναν κάθε βράδυ, απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, τη μυρωδιά της Θεσσαλονίκης, όσο καιρό έγραφα το βιβλίο.
“Ποιος έβαλε εδώ το άγαλμα;” ρώτησα.
“Δεν ξέρω” είπε η κυρία Βούλα. “Μπορεί ο Δήμος, μπορεί κάποια Ένωση Μακεδονομάχων. Κι εγώ ξαφνικά το είδα. Δεν είναι περίεργο όμως; Τον στήσανε ακριβώς απέναντί μας!”
Χαμογέλασε αναψοκοκκινισμένη, σαν κοριτσάκι που του είχανε χαρίσει ένα ξαφνικό δώρο.
“Τον Ίωνά μας”.
Ήτανε ένα από εκείνα τα παράξενα παιγνίδια που σκαρώνει ο Θεός, όταν θέλει να σου δείξει ότι δεν είναι πάντα αυστηρός κι απόμακρος, όπως τον θέλουν τα ιερά βιβλία. Πότε – πότε χαμογελάει πονηρά: Είχε φυτέψει το άγαλμα του Δραγούμη, ακριβώς απέναντι απ’ το μπακάλικο της κυρίας Βούλας κι απέναντι απ’ το σπίτι, όπου έσκαβα όλες εκείνες τις υγρές νύχτες του 1984, πολεμώντας να ξεθάψω τον ζωντανό Ίωνα, μέσα από εξήντα αιώνες μοναξιάς.
“Έρχομαι κάθε μέρα και τον προσέχω” είπε η κυρία Βούλα. “Άμα τυχαίνει καμιά φορά να λερώσει ένα σπουργίτι το πρόσωπό του, βουτάω ένα μπαμπάκι στο οινόπνευμα και τον καθαρίζω”. (Η κυρία Βούλα κοκκίνησε πάλι): “έτσι γίνεται πάλι όμορφος”.
Και, τότε κατάλαβα τι σήμαινε εκείνο το χαμόγελο του Θεού: Έτσι έπρεπε να τελειώσει ο αιώνας αυτός για έναν άντρα σαν τον Ίωνα Δραγούμη. Όλοι οι εχθροί του είχαν πεθάνει από χρόνια – το ίδιο κι οι γυναίκες που τον είχαν αγαπήσει.
Εκείνος όμως συνέχιζε να μένει όρθιος στην πλατεία της οδού Πλάτωνος και γευόταν ηδονικά, με μισόκλειστα μάτια, την αφή ενός γυναικείου χεριού που του χάιδευε απαλά κάθε μέρα το πρόσωπο.
Απαλά. Σχεδόν ερωτικά…

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ απόσπασμα από το διήγημα “ΤΑ ΜΟΥΣΚΕΜΕΝΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ” από το βιβλίο “Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ” Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ

 

Φρέντυ Γερμανός (1934-1999)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Ο Φρέντυ είναι εδώ – και εκεί…

Ο Φ. Γερμανός μιλάει στην εκπομπή της ΕΡΤ «Νυκτερινός επισκέπτης»

 

 

Αρχική σελίδα