ιη) διαβάζοντας (και σχολιάζοντας με φίλους) τον Όμηρο

1. ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ

Η ιστορία του Κύκλωπα Πολύφημου είναι γνωστή σε όλους. Κατοικούσε σε ένα σπήλαιο στο νησί Θρινακία και ζούσε από τα πρόβατά του. Αιχμαλώτισε στη σπηλιά του τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του και άρχισε να τους τρώει τον ένα μετά τον άλλο, μέχρι που ο Οδυσσέας τον τύφλωσε κι ύστερα αυτός και οι εναπομείναντες σύντροφοί του δραπέτευσαν κρεμασμένοι από τις κοιλιές των προβάτων του Πολύφημου. Αργότερα ο Ποσειδώνας, ο πατέρας του Πολύφημου, εκδικήθηκε τον Οδυσσέα και τους άντρες του, στέλνοντάς τους αμέτρητες τρικυμίες στις διάφορες περιπλανήσεις τους.


Ο Οδυσσέας και οι άνδρες του τυφλώνουν τον Πολύφημο (λεπτομέρεια από αμφορέα του 650 π.Χ. – Μουσείο Ελευσίνας) από τη Βικιπαίδεια

Η Βικιπαίδεια γράφει πως οι Κύκλωπες ήταν τερατόμορφοι άνθρωποι με ένα μάτι στη μέση του μετώπου, άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης που εξόντωναν και έτρωγαν όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Ωστόσο είχαν μια ασχολία, ήταν κτηνοτρόφοι, έφτιαχναν τυρί. Γιατί τότε ο Όμηρος τους ονομάζει τέρατα και όχι απολίτιστους ή βάρβαρους; Μήπως επειδή έτρωγαν ανθρώπους; Μα και οι Λαιστρυγόνες ήταν ανθρωποφάγοι, όμως ο Όμηρος δεν τους ονομάζει τέρατα. Μήπως επειδή είχαν μόνο ένα μάτι, αυτό ακούγεται πιο πιθανό, ωστόσο ο Καστοριάδης θεωρεί πως ο Όμηρος ονομάζει τέρας τον Πολύφημο (“πέλωρ” είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, “πέλωρ αθεμίστια ειδώς”) επειδή οι Κύκλωπες δε διέθεταν “βουληφόρους αγοράς”, δηλαδή συνελεύσεις ούτε “θέμιστας”, δηλαδή θεσμούς. Ήταν λοιπόν “αθέμιστοι” οι Κύκλωπες, χωρίς συνελεύσεις, θεσμούς και νομοθεσία, άρα τέρατα, αυτό μάθαιναν από μικρή ηλικία τα παιδιά των Ελλήνων ακούγοντας τους ραψωδούς να απαγγέλλουν την Οδύσσεια. Οι Λαιστρυγόνες για παράδειγμα, που αναφέρθηκαν παραπάνω, διέθεταν συνελεύσεις και είχαν βασιλιά, οι Κιμμέριοι διέθεταν πόλη, συγκροτούσαν δήμο, άρα δε θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει τέρατα, αυτή είναι η ενδιαφέρουσα άποψη του Καστοριάδη, όπως αναπτύσσεται με εξαιρετική σαφήνεια στο βιβλίο “Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα – τόμος Α΄: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειο”, εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.

Σχόλια:

Γιώργος: To ζήτημα βρίσκεται εάν ο Κ Καστοριάδης μιλά για τα πρόβατα τού Κύκλωπα και τι λέγει.

Θωμάς: Τον “έπιασα” το συλλογισμό σου. Καλύτερα τέρατα παρά πρόβατα. Αγαπητέ, Γιώργο, έδωσες μια μοναδική διάσταση επικαιρότητας στην ανάρτηση.

Σοφία: Ωραίο θέμα Θωμά, με έβαλες να ψάξω ή μάλλον να επαναφέρω στη μνήμη μου ορισμένες πληροφορίες.. Ο  αρχαιολόγος Δημήτρης Γαρουφαλής στο  βιβλίο του ” Οδύσσεια, Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο του μύθου” Εκδ.Μίλητος υποστηρίζει ότι οι Κύκλωπες του Ομήρου είναι ένα από τα τρία γένη των Κυκλώπων. Τα άλλα δύο είναι οι γασ(τε)ρόχειρες που ήταν οικοδόμοι από τη Λυκία της Ν.Δ Μ.Ασίας και έκτισαν τα “κυκλώπεια τείχη” των Μυκηνών και οι ”  κεραυνοποιοί” τεχνίτες της φωτιάς. Επίσης σύμφωνα με το Λεξικό των Liddell& Scott η λέξη Κύκλωψ (Κύκλος+ωψ) δεν σημαίνει αυτόν που έχει ένα μάτι αλλά ένα στρογγυλό μάτι. Θεωρεί δε ότι οι Κύκλωπες στην Οδύσσεια δεν είναι τέρατα , αλλά άνθρωποι και ότι ο κανιβαλισμός είναι που τους προβάλλει ως τερατόμορφα όντα μέσα στο πλαίσιο μιας γενικότερης απολίτιστης συμπεριφοράς. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι αντιπροσωπεύουν το πρωτόγονο στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας( Εποχή του Λίθου), που για την ελληνική μυθολογία είναι μια εποχή πριν από την άφιξη του Προμηθέα και της φωτιάς. Θέτει μάλιστα το ερώτημα αν οι Κύκλωπες υπήρξαν στ΄αλήθεια. Αν και θεωρεί αστείο το ερώτημα εντούτοις παραθέτει πορίσματα επιστημονικών ερευνών από παθολογοανατόμους . Αυτοί υποστηρίζουν ότι οι Κύκλωπες υπήρξαν , είχαν μικρό ενιαίο εγκέφαλο και μεγάλο κρανίο, που  τους επέτρεπε βασικές ζωτικές λειτουργίες όχι όμως σκέψεις και σύνθετες δραστηριότητες. Έτσι εξηγούν γιατί δεν ήξεραν να καλλιεργούν τη γη και ήταν ανίκανοι να συγκροτηθούν σε πολιτισμένη κοινωνία. Υπάρχει και άλλη θεωρία που συσχετίζει τους Κύκλωπες με τα κατάλοιπα νάνων ελεφάντων που βρέθηκαν στα παραλιακά σπήλαια Ιταλίας και Ελλάδας. Αναφέρονται και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία όπως και οι συμβολικές διαστάσεις του μύθου της τύφλωσης.

Κώστας: Θωμά, εγώ πάλι βρίσκω στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια όλο συμβολισμούς. Σεβόμενος το χώρο σου και χωρίς να θέλω να μακρηγορήσω, στο συγκεκριμένο κομμάτι βλέπω κι εγώ αυτό που λέει ο Καστοριάδης. Μια σύγκριση (αλλά και σύγκρουση) πολιτισμών. Από τη μια ο Οδυσσέας που προέρχεται από ένα χώρο που ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, με θεσμούς, οργάνωση και πολυποίκιλες δραστηριότητες κι από την άλλη ο Κύκλωπας που αγνοεί όλα τα παραπάνω. Εξ΄ ου και το ένα του μάτι. Στερείται της “τρίτης διάστασης” στην όραση λόγω έλλειψης δεύτερου οφθαλμού, κι όσο κι αν αυτό είναι αληθές στην πραγματικότητα, εγώ το χρησιμοποιώ μεταφορικά για να δηλώσω την επιφανειακή και χωρίς κανένα βάθος αντίληψης των πραγμάτων. Αυτό που λέει αλλιώς ο λαός “ξύλο απελέκητο”. Και παρά τη σωματική του διάπλαση και τη δύναμή του, τελικά ηττάται από το μυαλό αλλά και την οργάνωση, το σχέδιο δηλαδή που παράγει η εκλεπτυσμένη σκέψη.

Επιπροσθέτως, βλέπω και κάτι άλλο. Κι αυτό συμβολικό. Για να γλιτώσει ο Οδυσσέας χρησιμοποιεί τα πρόβατα ως “όχημα” και μάλιστα αναγκάζεται να θέσει εαυτόν κάτω από αυτά. Να γίνει δηλαδή ταπεινότερος των ά-λογων (αλλά αγαθών) ζώων. Να ταπεινωθεί. Σαν να μας λέει δηλαδή ο Όμηρος ότι η σωτηρία πρέπει να περάσει από την ταπείνωση. Ότι είπε ο Χριστός. Και ότι έκανε πλένοντας τα πόδια των μαθητών του. Στο κατά Λουκά λέει “ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.”. Ο Όμηρος λέει ακριβώς το ίδιο πράγμα και μάλιστα πολύ πιο παραστατικά.

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω είναι δικές μου ερμηνείες και επιδέχονται πολύ μεγάλης συζήτησης. Σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία και την “κατάχρηση” του χώρου σου.

Θωμάς: Συναρπαστική η οπτική σου, αγαπητέ Κώστα, δεν μπορώ παρά να τη θαυμάσω. Ειδικά για την ταπεινότητα, θυμήθηκα πως ο Οδυσσέας όταν επιστρέφει στο νησί του μεταμφιέζεται σε ζητιάνο, ό,τι πιο ταπεινό δηλαδή μπορεί να υπάρξει στην ανθρώπινη φύση. Αλλά και η άποψή σου για τη μονοδιάστατη και περιορισμένη αντίληψη του Πολύφημου, πραγματικά με εξέπληξε. Χαίρομαι γιατί τελικά ο Όμηρος αποδεικνύεται τόσο ενδιαφέρων συγγραφέας. Και εννοείται πως δεν τελείωσαν οι αναρτήσεις για τον Όμηρο.

Κώστας: Θωμά, η αμφίεση του Οδυσσέα ως ζητιάνου, πέρα από την ταπεινότητα, θέλει ίσως να υποδείξει το εξής: Ο Οδυσσέας ήταν ούτως ή άλλως ο “αρχηγός” και θα μπορούσε απλώς να ανακοινώσει την άφιξή του παίρνοντας απλώς την εξουσία του πίσω. Κι όμως, ούτε μια στιγμή δε θεώρησε ότι έχει κάτι δεδομένο ή κεκτημένο. Έπρεπε να πολεμήσει για να αποδείξει τόσο στον εαυτό του όσο και στους υπόλοιπους ότι η αξία του είναι αυτή που τον έχει τοποθετήσει στη θέση που βρίσκεται και όχι κάποιος άλλος παράγοντας. Σαν να μας λέει δηλαδή ο Όμηρος ότι κάθε μέρα που αρχίζει δεν είναι συνέχεια της επόμενης έτσι απλά, αλλά πρέπει με διαρκή αγώνα και χωρίς εφησυχασμό να την κατακτάμε. Γι’ αυτό άλλωστε, αν κάποιος δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, για οποιοδήποτε λόγο –γήρας, πνευματική ανεπάρκεια, κούραση ενδεχομένως κλπ.- πρέπει να αποσύρεται και να μη διεκδικεί αυτό που κάποιος άλλος είναι ικανότερος να διεκπεραιώσει. Θα μπορούσα να επεκταθώ και τονίσω ότι εδώ έρχεται και ταιριάζει γάντι το “γνώθι σαυτόν”, αλλά φοβάμαι ότι θα μακρηγορήσω και θα βρεθώ ίσως εκτός θέματος.

Πάντως, αυτό που διδαχτήκαμε στο σχολείο κι αυτό που είναι κοινά αποδεκτό με τη συγκεκριμένη μεταμφίεση του Οδυσσέα είναι το γεγονός ότι είναι πονηρός και προσπαθεί να ξεγελάσει τους μνηστήρες. Εγώ θα έλεγα ότι είναι πονηρός και δε θέλει να ξεγελάσει τους μνηστήρες αλλά απλώς επιδιώκει να στείλει ένα σαφέστατο πολιτικό μήνυμα στους υπηκόους του ότι διαθέτει και το μυαλό και τη δύναμη για να ασκεί διοίκηση, με απώτερο σκοπό βέβαια να εξαλείψει όποια αντιπολίτευση υπήρχε. Είναι μια καθαρή, κρυστάλλινη θα έλεγα, πολιτική κίνηση εκ μέρους του. (Μακάρι οι 300 της Βουλής να διάβαζαν λιγάκι Όμηρο…) Ξαναλέω Θωμά μου ότι τα παραπάνω έτσι τα βλέπω εγώ, δε σημαίνει ότι έτσι είναι!

2. ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ

Ο Οδυσσέας επιστρέφει στο παλάτι του στην Ιθάκη, μεταμφιεσμένος σε ζητιάνο. Το βράδυ στρώνει στο χαγιάτι βοϊδοτόμαρο να κοιμηθεί, κι από πάνω ρίχνει προβιές απ’ τα αρνιά που σφάζουν οι μνηστήρες. Δεν τον πιάνει όμως ο ύπνος, αφού το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα εκδικηθεί τους μνηστήρες. Εντωμεταξύ βλέπει κάποιες δούλες που πηγαίνουν να πλαγιάσουν με τους μνηστήρες, “όλες με γέλια, με χαρές”. Κι ο Οδυσσέας θέλει να σηκωθεί να τις σφάξει, εκείνη τη στιγμή, κι η καρδιά του φουντώνει και βράζει σαν τη σκύλα που βλέπει να απειλούνται τα κουτάβια της…

Κι ως τρέχει η σκύλα ολόγυρα στα τρυφερά κουτάβια, σα νιώσει ξένο, κι αλυχτά και ορμά να τον δαγκάσει, έτσι αλυχτούσε κι η καρδιά στα στήθια του Δυσσέα κι έβραζε, τις παράνομες δουλειές αυτές να βλέπει. (Οδύσσεια, Υ, 13-16, μετ. Σίδερη)

Τελικά καταφέρνει να συγκρατηθεί. Μαλώνει μάλιστα την καρδιά του λέγοντας: Βάστα, καρδιά μου, άντεξες πιο άγριο πόνο, όταν ο Κύκλωπας σού έτρωγε τους συντρόφους σου. Έτσι ο Οδυσσέας “τα ᾽ψελνε της τρυφερής καρδιάς του” κι έμεινε αυτή στο τέλος ήσυχη. Όμως πάλι δεν μπορεί να κοιμηθεί κι αρχίζει να στριφογυρνάει από το ένα πλευρό στο άλλο σαν …κοιλιά που ψήνεται στη θράκα!

Πώς όταν ένας την κοιλιά, γεμάτη πάχος κι αίμα, στριφογυρίζει εδώ κι εκεί στην αναμμένη θράκα και θέλει το ταχύτερο για να τη δει ψημένη, έτσι κι αυτός εδώ κι εκεί με συλλογές γυρνούσε να ᾽βρει πως τους αδιάντροπους μνηστήρες να χτυπήσει μόνος αυτός τους πιο πολλούς. (Οδύσσεια, Υ, 25-30, μετ. Σίδερη)

Την επόμενη μέρα, η Πηνελόπη, παρακινημένη από την Αθηνά, ανακοινώνει στους μνηστήρες πως όποιος καταφέρει να λυγίσει το τόξο του Οδυσσέα και να περάσει το βέλος μέσα από δώδεκα πελέκια, θα έχει ως έπαθλο την ίδια. Για να πάρει αυτό το τόξο, που βρισκόταν στην αίθουσα με τους θησαυρούς και τα προσωπικά αντικείμενα του Οδυσσέα, η Πηνελόπη έπρεπε να ανοίξει τις βαριές πόρτες της αίθουσας χρησιμοποιώντας ένα όμορφο χάλκινο κλειδί με φιλντισένια χούφτα. Τι θόρυβο άραγε έκαναν οι πόρτες που φαίνεται πως είχαν χρόνια ν’ ανοίξουν;

Και καθώς βογκά μες στο λιβάδι ο ταύρος που βόσκει, έτσι όμοια βόγκησαν κι οι όμορφες οι πόρτες, όταν τις βρήκε το κλειδί κι ανοίξανε στην ώρα. (Οδύσσεια, Φ, 48-49, μετ. Σίδερη)

Όταν θα φτάσει η ώρα της εκδίκησης, ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος, με τη βοήθεια δύο πιστών τους δούλων, του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, θα αρχίζουν να σκοτώνουν τους μνηστήρες με την ορμή …γαντζόνυχων αετών!

Κι όπως χυμούν γαντζόνυχοι αϊτοί καμαρομύτες απ’ τ’ ακροβούνια στα πουλιά, κι εκείνα φοβισμένα τα νέφη αφήνουν, κι ως πετούν στον κάμπο, τ’ αφανίζουν και δεν μπορούν αντίσταση να κάμουν ή να φύγουν και το κυνήγι βλέποντας διασκεδάζει ο κόσμος, έτσι κι εκείνοι χύθηκαν απάνω στους μνηστήρες, κι εδώ κι εκεί τους θέριζαν, κι αυτοί βαριά βογκώντας έπεφταν κάτω κι έβαφε το αίμα τους το χώμα. (Οδύσσεια, Χ, 302-309, μετ. Σίδερη)

Μετά την ολοκλήρωση της σφαγής, οι μνηστήρες είναι όλοι  νεκροί (με εξαίρεση τον Φήμιο και τον Μέδοντα που ο Οδυσσέας τους χάρισε τη ζωή) και κείτονται στο πάτωμα σαν ψάρια πιασμένα στα δίχτυα την ώρα που τα βγάζουν οι ψαράδες στη στεριά.

Όλους τους είδε ένα σωρό στη σκόνη και στο αίμα να κείτουνται κάτω στη γης, σαν ψάρια που οι ψαράδες τα φέρνουν όξω απ’ το γιαλό με δίχτυα στ ακρογιάλι κι αυτά στον άμμο σπαρταρούν τη θάλασσα ποθώντας και σβήνει την ανάσα τους ο λαμπερός ο ήλιος. (Οδύσσεια, Χ, 383-387, μετ. Σίδερη)

Ο Οδυσσέας μοιάζει με λιοντάρι χορτασμένο που στάζουν τα σαγόνια και το στήθος του αίμα!

Βρήκανε το Δυσσέα εκεί μες στ’ άψυχα κουφάρια στις λέρες και στα αίματα χωμένον σα λιοντάρι, που πάει, λαγκαδοκοίμητο σαν χόρτασε με βόδι, και στάζουν τα σαγόνια του κι όλο το στήθος του αίμα, και φαίνεται τρομαχτικό στην όψη να το βλέπεις, έτσι ο Δυσσέας φαίνονταν χέρια και πόδια μαύρος. Οδύσσεια, Χ, 401-406, μετ. Σίδερη)

Ακολουθεί ένα ακόμη έγκλημα εκδίκησης, ένα έγκλημα που δεν είναι και τόσο γνωστό, ωστόσο είναι σκληρό και αποτρόπαιο, ένα έγκλημα που η σημερινή μας ηθική δεν θα το δικαιολογούσε με τίποτα. Αναφερόμαστε στην απόφαση του Οδυσσέα να δολοφονήσει τις δούλες που συνεργάστηκαν ή κοιμήθηκαν με τους μνηστήρες. Οι δούλες αυτές ήταν 12 από τις 50 που υπηρετούσαν συνολικά στο παλάτι. Ο Οδυσσέας, με τον Τηλέμαχο και τον Εύμαιο, τις υποχρεώνουν πρώτα να μαζέψουν τα πτώματα και να καθαρίσουν το παλάτι από τα αίματα, και ύστερα τις οδηγούνε στον αυλόγυρο όπου τις πνίγουν με ένα τεράστιο σκοινί …σαν κίχλες, σαν περιστέρια…

Κι όπως στη θηλιά, που μες στα χαμοκλάδια έχουν στημένη, πέφτουνε κίχλες και περιστέρια κι εκεί που στη φωλιά πετούν χάρο κακό απαντέχουν, έτσι είχαν τα κεφάλια τους κι οι δούλες στην αράδα, και στο λαιμό τους τις θηλιές να κακοθανατίσουν. Λίγο τα πόδια τίναξαν και πέταξε η ψυχή τους. (Οδύσσεια, Χ, 465-473, μετ. Σίδερη)

Και φτάνουμε σε μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της Οδύσσειας, την αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, η οποία αγκαλιάζει και χαϊδεύει τον άντρα της σαν ναυαγός που με χαρά πατά στεριά μετά από ναυάγιο.

Κι όπως κοιτάζουν τη στεριά με πόθο και λαχτάρα στο πέλαγο όσοι κολυμπούν που το γερό καράβι τους σπάσει μεσοπέλαγα ο Σείστης Ποσειδώνας χτυπώντας με τον άνεμο και τ’ αφρισμένο κύμα, και λίγοι απ’ τ’ άγριο πέλαγο γλιτώνουν κολυμπώντας κι απ’ το κορμί τους χύνεται της θάλασσας η άρμη // και με χαρά πατούν στεριά σαν ξέφυγαν το χάρο, έτσι κι εκείνη χαίρονταν τον άντρα της να βλέπει κι ούτ’ έβγαζε τ’ αφράτα της τα χέρια απ’ το λαιμό του.


Άλλη μια συγκινητική στιγμή της Οδύσσειας. Η Ευρύκλεια πλένει τα πόδια του Οδυσσέα και τον αναγνωρίζει από το τραύμα του. από το http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSDIM-C103/88/698,2636/

Μετά τη δολοφονία των μνηστήρων, ο θεός Ερμής, κρατώντας το χρυσό του ραβδί, αναλαμβάνει να μεταφέρει τις ψυχές τους στον Άδη. Η σκηνή είναι ανατριχιαστική. Μπροστά ο Ερμής με το ραβδί του και πίσω οι ψυχές των μνηστήρων με τσιριχτά σαν νυχτερίδες!

Με κείνο τις ξεκίνησε κι αυτές τον ακλουθούσαν με τσιριχτά· κι όπως πετούν μες στης σπηλιάς το βάθος οι νυχτερίδες τρίζοντας, όταν καμιά απ’ το βράχο πέσει κι απ’ την αρμάδα της, που δένει η μια την άλλη, το ίδιο τρίζανε οι ψυχές καθώς τις οδηγούσε να πάνε ο άκατος Ερμής στο μουχλιασμένο δρόμο, (Οδύσσεια, Ω, 5-10, μετ. Σίδερη)

Όμως περισσότερες παρομοιώσεις περιέχει η Ιλιάδα…

Σχόλια:

Σοφία: ” Τόση ομορφιά ποτέ δεν είδα ως τώρα, γυναίκα ή άντρα, θάμπωσα και δεν χορταίνω να κοιτώ. Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα, μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να  ψηλώνει- πήγα κι εκεί, πολύς στρατός μ΄ακολουθούσε στον δρόμο     που έμελλε να γίνει οδός της μαύρης συμφοράς μου. Τότε, όπως τώρα, κοιτούσα το βλαστάρι εκείνο, κι έμεινε ο νους μου θαμπωμένος ώρα πολλή. Γιατί ποτέ δεν αναβλάστησε στη γη τέτοιος ωραίος βλαστός. Έτσι κι εσένα τώρα σε θαυμάζω, δέσποινα μου. Έκθαμβος μένω, μέγα δέος με κατέχει τα γόνατά σου ν’ ακουμπήσω” ( Οδύσσεια, ζ 196-206, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Η παρομοίωση  της ομορφιάς της Ναυσικάς με το βλαστάρι της ιερής φοινικιάς της Δήλου είναι μια εξαίρεση στα Ομηρικά  Έπη , επειδή θεωρείται ότι συνδέεται με προσωπικό βίωμα του Ομήρου. Η Ναυσικά δεν παρομοιάζεται με οποιοδήποτε βλαστάρι φοινικιάς , αλλά με το βλαστάρι που είδε ο Οδυσσέας και θαύμαζε ώρα πολλή στο βωμό του Απόλλωνα, όταν είχε περάσει απο’ κει πηγαίνοντας για την Τροία και που θυμάται ακόμη σαν κάτι ανεπανάληπτο. Λένε ότι ο θαυμασμός αυτός πρέπει να απηχεί βίωμα του ίδιου του ποιητή , όταν είχε επισκεφθεί τη Δήλο ως ραψωδός για τις γιορτές του Απόλλωνα, που αποδίδει όμως στον Οδυσσέα. Μια παρομοίωση που δείχνει την ευαισθησία του ποιητή και υποστηρίζουν κάποιοι μελετητές  ότι αποτελεί τον ωραιότερο ύμνο στη γυναικεία ομορφιά σε όλη την αρχαία ποίηση.

Υ.Γ.Οι αναρτήσεις οι δικές σου συμπίπτουν με τις αγάπες τις δικές μου. Από τη μια τα αρχαιολογικά από την άλλη ο Όμηρος. Ευχαριστώ Θωμά.

Κώστας: Θωμά,έγραψες μια εξαιρετική ανάρτηση, η οποία συμπληρώθηκε εξαίσια από τη Σοφία. Μια μικρή διαφωνία έχω μόνο. Κατά τη γνώμη μου η δολοφονία των γυναικών που συνεργάστηκαν με τους μνηστήρες δεν ήταν ένα έγκλημα εκδίκησης αλλά μια αμιγώς πολιτική απόφαση και πράξη η οποία ήταν αναγκαία και απαραίτητη για να ολοκληρωθεί η κάθαρση αλλά και για να διατρανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αφενός η απόδοση δικαιοσύνης κι αφετέρου η ισχύς του Οδυσσέα. (Οι δούλες αυτές φάνταζαν στα μάτια του Οδυσσέα αλλά και του λαού περίπου όπως οι δωσίλογοι της πρόσφατης ιστορίας μας. Ως εκ τούτου η κάθαρση ήταν απαραίτητη) Έχω την εντύπωση πως, ενώ η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, πρωτίστως δε η Οδύσσεια, είναι δυο έργα που βρίθουν φιλοσοφικών διδαγμάτων (για να μην πω ότι είναι το καθαρότερο απόσταγμα φιλοσοφίας όλων των εποχών), το κομμάτι αυτό που περιγράφεις στην ανάρτησή σου είναι κυρίως πολιτικής φύσεως. Και πάντα είχα την απορία γιατί ο Όμηρος προτίμησε αυτή την κατάληξη. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει υφάνει την ιστορία διαφορετικά, κι όμως προτίμησε να στείλει, κατά τη γνώμη μου, κάποια σαφή μηνύματα πολιτικής. Ακόμα την απορία δεν την έχω λύσει μέσα μου, αλλά γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος…

Θωμάς: Κώστα, μου αρέσει η οπτική που βλέπεις τα ομηρικά έπη. Να προσθέσω το περιστατικό, κατά τη συνέλευση των Αχαιών, που ο Οδυσσέας ξυλοφορτώνει τον Θερσίτη, ένα περιστατικό που μας δίνει, νομίζω, την πολιτική θεώρηση του Ομήρου.

Όλγα: Εντυπωσιακό στα ομηρικά έπη, εκτός από τις παρομοιώσεις, είναι και η χρήση πολλών κοσμητικών επιθέτων.

Θωμάς: Όλγα, όσο περισσότερο ασχολούμαι με τον Όμηρο, τόσο περισσότερα στοιχεία βρίσκω που με εντυπωσιάζουν, ανάμεσά τους βέβαια και τη χρήση των κοσμητικών επιθέτων. Είναι σίγουρα ένας “μάστορας” του λόγου, αξεπέραστος και μοναδικός.

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ (ΙΙ)

Τώρα, πέστε μου, Μούσες, που έχετε την κατοικία σας στον Όλυμπο γιατί είστε κι εσείς θεές και βρίσκεστε παντού και ξέρετε τα πάντα, πέστε μου πώς θα μπορέσω να περιγράψω τη μαστοριά του Ομήρου, πώς θα φανώ άξιος να αποτυπώσω έστω και στο ελάχιστο την ικανότητα αυτού του αξεπέραστου παραμυθά. Φοβάμαι πως ακόμα και δέκα γλώσσες και δέκα στόματα κι αστείρευτο ταλέντο αν είχα μέσα μου, πάλι δε θα μπορούσα να τα καταφέρω¹.
Αχ Μούσες που είστε κόρες του Δία με την τρομερή ασπίδα, βοηθήστε με λίγο, γιατί νιώθω αδύναμος και μικρός, βοηθήστε με ν’ αρχίσω ν’ ανιστορώ τι συνέβη εκεί στον κάμπο του Σκαμάνδρου, στον ένατο χρόνο του πολέμου, λίγο μετά τα λόγια των τριών μεγάλων Δαναών: του πολυδοξασμένου γιου του Ατρέως, του αρχιστράτηγου Αγαμέμνωνα, του θεϊκού και πολυμήχανου Οδυσσέα και του σοφού γερήνιου, αρματομάχου Νέστορα. Και οι τρεις τους έδωσαν κουράγιο στους Αχαιούς μα πιο πολύ απ’ όλους ο θεϊκός Οδυσσέας, όχι μόνο με τα λόγια του, μα και με την πράξη του να ξυλοκοπήσει τον άθλιο Θερσίτη που είχε το θράσος να πει πως ο Αγαμέμνων, ενώ έχει στη σκηνή του θησαυρούς και όμορφα θηλυκά, βάζει τους Αχαιούς να πολεμούν και να σκοτώνονται, όχι πως ήταν ψέματα, αλλά να, ο Θερσίτης βιάστηκε μερικές εκατοντάδες χρόνια να πει αυτές τις αλήθειες.
Κι ύστερα οι πολεμιστές γύρισαν στις σκηνές τους κι άρχισαν να περιποιούνται και να γυαλίζουν τα όπλα τους και το φεγγοβόλημα απ’ το γυάλισμα έφτανε μέχρι τον ουρανό σαν φεγγοβόλημα από καταστρεπτική φωτιά που κατακαίει δάσος σε κορφοβούνι και λάμπει από πολύ μακριά.
Και μόλις τέλειωσε η ετοιμασία των όπλων ξεχύθηκαν όλοι στον κάμπο του Σκαμάνδρου για να πάρουν τις θέσεις τους, σαν κοπάδια φτερωτών πουλιών από γερανούς ή χήνες ή κύκνους που πετάνε με τις φτερούγες τους καμαρωτά πότε εδώ και πότε εκεί και κραυγάζουν κι ύστερα καθίζουν και το λιβάδι αντιλαλεί.
Κι όπως σμήνη ολόκληρα από μύγες η μια κοντά στην άλλη, πετούν ολόγυρα στη στάνη, σε ανοιξιάτικη εποχή όταν χύνεται το γάλα στις καρδάρες, τόσοι Αχαιοί στέκονταν απέναντι στους Τρώες με την ελπίδα να τους καταξεσκίσουν.
Κι ύστερα έρχονταν οι άρχοντες να τους τοποθετήσουν σε σειρά όπως οι γιδοβοσκοί στα βοσκοτόπια ξεχωρίζουν τα σκόρπια κοπάδια κατσικιών όταν αυτά ανακατώνονται.
Κι ανάμεσα στους άρχοντες ξεχώριζε ο Αγαμέμνων, που έμοιαζε στα μάτια και στο κεφάλι με τον Δία, στη μέση με τον Άρη και στα πόδια με τον Ποσειδώνα και θύμιζε βόδι αρσενικό που ετοιμάζεται για βάτεμα σε κοπάδι.
Κι άρχισαν οι Αχαιοί να βαδίζουνε στον κάμπο, σηκώνοντας απ’ τη σκόνη ομίχλη, σαν την καταχνιά που φέρνει ο Νοτιάς στα κορφοβούνια, καθόλου ευχάριστη για τους βοσκούς, μα ό,τι πρέπει για τους κλέφτες².

¹Η επίκληση στις Μούσες αποτελεί παράφραση της επίκλησης του Ομήρου προς τις Μούσες (Ιλιάδα, Β, 485-495).
²Οι παρομοιώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω προέρχονται από τη ραψωδία Β της Ιλιάδας (στίχοι 455-485).
Η μετάφραση που χρησιμοποιήθηκε ήταν των Α. Παπαγιάννη – Ν. Σηφάκι των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ


Ο Αχιλλέας περιποιείται το τραυματισμένο χέρι του Πατρόκλου
(παράσταση σε κύπελο του Ζωγράφου του Σωσία)
από την Βικιπαίδεια

Τώρα βοηθήστε με, Μούσες, που κατοικείτε στον Όλυμπο και κάνετε παρέα τους αιώνιους θεούς, εσείς που είστε κόρες της Μνημοσύνης, βοηθήστε με να θυμηθώ τα γεγονότα και τι ακριβώς συνέβη όταν οι Τρώες, παίρνοντας θάρρος από την απουσία του γοργοπόδαρου Αχιλλέα, έφτασαν στα καράβια των Αχαιών προσπαθώντας να τα κάψουν.
Ο Πάτροκλος έχυνε δάκρυα θερμά σα νεροπηγή που ρίχνει το σκούρο νερό της κάτω από βράχο απότομο. Κι ο ο θεϊκός Αχιλλέας, ενώ τον μάλωσε πως κλαίει σαν κοριτσάκι που τραβάει απ’ το πανωφόρι τη μητέρα του για να το πάρει αγκαλιά, τελικά δέχτηκε
να του δώσει τα όπλα του, τα άλογά του και τους γενναίους Μυρμιδόνες για να πολεμήσει εκείνος στη θέση του.
Κι όταν άκουσαν οι Μυρμιδόνες πως θα βγουν ξανά στη μάχη, άρχισαν να τρέχουν γύρω από τον Πάτροκλο σαν λύκοι που τρώνε σάρκες ωμές κι ορμάνε να κατασπαράξουν ελάφι στα βουνά κι έπειτα, με τα μάγουλα κόκκινα απ’ το αίμα, τρέχουν σε νεροπηγή να πιουν νερό να ξεδιψάσουν.
Κι ύστερα, μαζί με τον Πάτροκλο, χύμηξαν πάνω στους Τρώες σα σφήκες που τις ερέθισαν τα παιδιά κι αυτές όλες μαζί πετούν μπροστά κι ορμάνε σ’ όποιον διαβάτη βρεθεί στο δρόμο τους.
Κι άρχισαν να σβήνουν τις φωτιές απ’ τα καράβια και να διώχνουν τους Τρώες, όπως όταν από ψηλή κορφή μεγάλου βουνού ο αστραποβόλος Δίας μετακινήσει ένα πυκνό σύννεφο και τότε προβάλλουν όλες οι σκοπιές κι οι άκρες ψηλά των βουνών, κι όταν οι Τρώες έκαναν πίσω, όρμησαν πάνω τους, όπως χύνονται λύκοι καταστρεπτικοί πάνω σε πρόβατα ή κατσίκια που σκόρπισε στα όρη η αμυαλιά του τσοπάνη, κι εκείνοι έφευγαν μακριά απ’ τα πλοία, όπως προχωρεί ένα σύννεφο πέρ’ απ’ τον Όλυμπο προς τα μέσα του ουρανού, όταν ο Δίας φέρνει κακοκαιρία.
Ο Πάτροκλος τότε σκότωσε αμέτρητους Τρώες, όπως τον Θέστορα που τον χτύπησε με το δόρυ στο δεξί μάγουλο κι ως πέρα του τρύπησε το μέσο των δοντιών του, κι αφού τον έπιασε με το δόρυ, τον έσυρε έξω απ’ την άμαξα και τον τραβούσε σαν ψαράς που βγάζει ψάρι απ’ το γιαλό μ’ αγκίστρι κι ύστερα τον πέταξε άψυχο κάτω.
Όλοι οι Τρώες δείλιασαν, μόνο ο Σαρπηδόνας δεν άντεξε να βλέπει τους συντρόφους του να σκοτώνονται και πήδηξε αμέσως απ’ το άρμα του στη γη. Ο Πάτροκλος μόλις τον είδε, πήδηξε κι αυτός από την άμαξά του. Κι όρμησαν κραυγάζοντας ο ένας πάνω στον άλλο, όπως δυο γύπες, με νύχια γυριστά και ράμφη αγκυλωτά, μάχονται με βοή μεγάλη πάνω σε υψηλό βράχο.
Δυο φορές αστόχησε ο Σαρπηδόνας, ο Πάτροκλος όμως τον πέτυχε με το δόρυ στην καρδιά. Κι έπεσε ο Σαρπηδόνας κάτω όπως πέφτει ένας δρυς ή μια λεύκα ή ένα πεύκο πανύψηλο που το κόψαν ξυλουργοί με νιοτρόχιστα τσεκούρια για να γίνει ξύλο καραβιού.
Ο Πάτροκλος συνέχισε να κυνηγά τους Τρώες προς τα τείχη και τότε ο Απόλλωνας στάθηκε από πίσω του, του χτύπησε με την παλάμη τη ράχη, έριξε απ’ το κεφάλι του το κράνος και του έλυσε το θώρακα. Ο Πάτροκλος ένιωσε σύγχυση και παρέλυσαν τα άκρα του. Έτσι βρήκε ευκαιρία ο Εύφορβος και τον χτύπησε από πίσω με μυτερό κοντάρι, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ήρθε έπειτα ο Έκτορας και τον χτύπησε με το δόρυ του στο λαγόνι και του πέρασε το χαλκό από μέσα ως έξω. Έτσι του πήρε τη ζωή όπως ένα λιοντάρι νικά έναν άγριο χοίρο μετά από μονομαχία σε βουνό ψηλά για μια βρύση μικρή απ’ όπου θέλουν κι οι δυο τους να πιουν νερό, και το λιοντάρι τον αποτελειώνει λαχανιασμένο, πολύ κάτω απ’ τις δυνάμεις του, έτσι σκότωσε τον Πάτροκλο ο Έκτορας, ο γιος του Πριάμου.

Οι παραπάνω παρομοιώσεις περιέχονται στη ραψωδία Π της Ιλιάδας. Για την απόδοσή τους χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις: α) Α. Παπαγιάννη – Ν. Σηφάκι των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ και β) Αλ. Πάλλη

Σχόλια:

Κώστας: Πολύ όμορφη ανάρτηση Θωμά, νομίζω ότι εδώ τα λόγια περιττεύουν. Είναι πάντως θαυμαστό το πως περιγράφονται τα γεγονότα και αντιστοιχίζονται με πράγματα από το φυσικό κόσμο.

…σαν κοπάδια φτερωτών πουλιών από γερανούς ή χήνες ή κύκνους που πετάνε με τις φτερούγες τους καμαρωτά,
…όπως οι γιδοβοσκοί στα βοσκοτόπια ξεχωρίζουν τα σκόρπια κοπάδια κατσικιών όταν αυτά ανακατώνονται,
…σα νεροπηγή που ρίχνει το σκούρο νερό της κάτω από βράχο απότομο,
… όπως ένα λιοντάρι νικά έναν άγριο χοίρο μετά από μονομαχία σε βουνό ψηλά.

Για όλα υπάρχει μια αντιστοίχιση, κι αυτό είναι καταπληκτικό. Αφενός δείχνει τη στενή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του κι αφετέρου διαφαίνεται έντονα η επιρροή που ασκεί κάθε τι φυσικό τόσο στη ζωή όσο και στις εκφάνσεις αυτής, τέχνη, πολιτική, καθημερινότητα, πόλεμος κλπ.

Σοφία: Με ωραίο τρόπο εστιάζεις στις παρομοιώσεις. Έχεις υπόψη σου το κείμενο του Ι.Θ.Κακριδή για τις ομηρικές παρομοιώσεις; Αντιγράφω ένα πολύ μικρό απόσπασμα, που συμπληρώνει και το σχόλιο του Τελευταίου ” …με την παρομοίωση, είτε ποικίλλει τη διήγησή του με αυτήν ο ποιητής, είτε μας ξυπνάει την ψυχική διάθεση που θέλει, είτε τονώνει τη δράση, είτε εκφράζει ό,τι αλλιώτικα θα έμενε ανέκφραστο – με την παρομοίωση ο ποιητής ένα πράγμα πάντα κάνει: καταξιώνει τη διήγηση του. Η καταξίωση είναι ο βαθύτερος σκοπός σε κάθε παρομοίωση. Τί θα πει αυτό; Το περιστατικό που περιγράφεται από τον Όμηρο ….με την παρομοίωση χάνει τη συμπτωματικότητα του, παύει να είναι κάτι λεπτομερειακό και ασήμαντο και αποχτά αξίαν απόλυτη. Γιατί η παρομοίωση ποτέ δεν αναφέρεται σε κάτι συμπτωματικό ή ατομικό κι αυτή. Ποτέ την καρτερία των πολεμιστών μπροστά στο Ίλιο δε θα τη δούμε να παρομοιάζεται με την καρτερία των πολεμιστών ενός άλλου, όσο γνωστού και μεγάλου πολέμου. Θα τη δούμε να παρομοιάζεται με την καρτερία ενός δέντρου που δέχεται ακλόνητα τη θύελλα, με του σύννεφου που στεφανώνει την κορυφή του βουνού ακίνητο, με του βράχου που όσο και να τον χτυπούν τα κύματα κρατιέται ασάλευτος.
Έτσι θα εξηγήσουμε και γιατί η παρομοίωση – η παρομοίωση γενικά, όχι του Ομήρου μόνο – είναι λίγο πολύ παρμένη από κόσμους, όπου υπάρχει όχι συμπτωματικότητα, μόνο αυστηρή νομοτέλεια: από τη φύση και τον άνθρωπο που ζει μέσα στη φύση. Από την αυστηρή αυτή νομοτέλεια που παρουσιάζει η παρομοίωση παίρνει τώρα η κύρια διήγηση καθολικότητα, στερεώνεται, γίνεται πιο αληθινή, πιο μεγάλη, γιατί της φύσης τα έργα είναι πάντα μεγάλα και θαυμαστά…
Ωστόσο …δεν αποκτούν μονάχα τα έργα των ανθρώπων αξία μεγαλύτερη` αποχτούν και τα έργα της φύσης…έρχεται η ανθρώπινη ενέργεια να μεταδώσει στο φυσικό φαινόμενο κάτι από το δικό της κόσμο, τον ηθικό κόσμο.
Τί είναι η πάλη των στοιχείων και των θηρίων μέσα στη φύση; Μια ενέργεια απρόσωπη και ανεύθυνη, ηθικά όλως διόλου άχρωμη. Η σύγκριση όμως με τον αγώνα του ανθρώπου, που είναι συνειδητός πάντα, σαν να χαρίζει στην κίνηση των στοιχείων και των θηρίων τη μοναδικότητα και την υπευθυνότητα της ανθρώπινης πράξης.”
(Ι.Θ.Κακριδής, Ομηρικά θέματα, Αθήνα 1954)

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΕΣ

Πάτροκλος εναντίον Σαρπηδόνα (Ιλιάδα, ραψωδία Π)
Η μονομαχία Πάτροκλου – Σαρπηδόνα έχει το εξής παράδοξο: Ο Σαρπηδόνας είναι γιος του Δία κι ο Δίας γνωρίζει πως η μοίρα του Σαρπηδόνα είναι να σκοτωθεί από τον Πάτροκλο. Σκέφτεται λοιπόν να τον αρπάξει απ’ τη μάχη για να τον σώσει. Επεμβαίνει τότε η Ήρα και του λέει σε αυστηρό τόνο πως δε γίνεται να σώσει απ’ τα δεσμά του θανάτου “έναν άνθρωπο θνητό που έχει ήδη κριθεί από τη μοίρα”!
Ναι, ακόμα και ο Δίας, ο ύψιστος των θεών, είναι υποχρεωμένος να υπακούει στη μοίρα που ορίζει τις ζωές των ανθρώπων, και δεν μπορεί να την παραβιάσει. Έτσι ο Σαρπηδόνας σκοτώνεται από τον Πάτροκλο. Λίγο πριν το θάνατό του όμως, ζητάει από τον ξάδελφο και φίλο του, Γλαύκο, να αποτρέψει τους Έλληνες από το να του πάρουν τα άρματα και την πανοπλία. Ακολουθεί μια άγρια μάχη γύρω από το πτώμα του Σαρπηδόνα με τους Έλληνες να καταφέρνουν τελικά να πάρουν τα άρματα και την πανοπλία του νεκρού και τον Απολλώνα να επεμβαίνει, μετά από προτροπή του Δία, για να πάρει το άψυχο σώμα του Σαρπηδόνα και να το μεταφέρει στη Λυκία όπου εκεί του έγινε καθώς πρέπει ταφή από τα αδέλφια και τους φίλους του.


Ο θάνατος του Σαρπηδόνος. Λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη υδρία.
από τη Βικιπαίδεια

Έκτορας εναντίον Πάτροκλου (Ιλιάδα, ραψωδία Π)
Ο Πάτροκλος, μεθυσμένος από τις επιτυχίες του εναντίον των Τρώων, παρακούει την εντολή του Αχιλλέα και φτάνει μέχρι τα τείχη της Τροίας. Τρεις φορές ανέβηκε στα τείχη και η Τροία θα έπεφτε εκείνη την ημέρα αν δεν βρισκόταν ο Απόλλωνας να σπρώχνει κάτω τον Πάτροκλο. Την τέταρτη φορά ο Απόλλωνας του λέει: ”Υποχώρησε, Πάτροκλε. Καθόλου δεν είναι η μοίρα σου να καταστρέψεις εσύ την πόλη της Τροίας. Ούτε καν η μοίρα του Αχιλλέα”. Ο Πάτροκλος καταλαβαίνει ότι πηγαίνει κόντρα στη μοίρα του και υποχωρεί. Τότε ο Απόλλωνας πηγαίνει στον Έκτορα και τον παρακινεί να κυνηγήσει τον Πάτροκλο. Ο Έκτορας αφήνει τους άλλους Αχαιούς και ορμάει εναντίον του Πάτροκλου. Ο Πάτροκλος πετάει μια μεγάλη πέτρα και σκοτώνει τον ηνίοχο του Έκτορα, τον Κεβριόνη κι ακολουθεί μάχη για το πτώμα του Κεβριόνη. Ο Έκτορας κρατάει το πτώμα απ’ το κεφάλι, ο Πάτροκλος από το πόδι, φτάνουν για βοήθεια κι άλλοι Τρώες και Αχαιοί κι ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο και σφάζονται χωρίς κανείς να σκέφτεται τη φυγή. Τελικά υπερισχύουν οι Αχαιοί, παίρνουν το πτώμα για να του βγάλουν τα άρματα ενώ ο Πάτροκλος επιτίθεται πάλι, σκοτώνοντας αράδα τους Τρώες. Κάποια στιγμή όμως επεμβαίνει ο Απόλλωνας και χτυπάει από πίσω τον Πάτροκλο στη ράχη και τους ώμους, ρίχνει κάτω το κράνος του και του λύνει το θώρακα. Ο Πάτροκλος τα χάνει, παραλύουν τα μέλη του, και βρίσκει ευκαιρία ο Εύφορβος να τον χτυπήσει με το δόρυ του στη ράχη, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ο Πάτροκλος παραπαίει και προσπαθεί να επιστρέψει στις γραμμές των Αχαιών, μέχρι που έρχεται ο Έκτορας με το δικό του δόρυ και τον καρφώνει στο λαγόνι σκοτώνοντάς τον οριστικά. Δεν έχουμε δηλαδή μια κανονική και δίκαιη μονομαχία. Η επέμβαση του Απόλλωνα είναι καθοριστικής σημασίας και αυτό λέει ο Πάτροκλος με παράπονο στον Έκτορα λίγο πριν πεθάνει: “Έκτορα, ο Δίας σου χάρισε τη νίκη. Κι ο Απόλλωνας. Αυτοί με λύγισαν. Αυτοί μου αφαίρεσαν τα άρματα απ’ τους ώμους. Ακόμα και είκοσι σαν εσένα να βρίσκονταν μπροστά μου θα πέθαιναν. Αλλά η φονική μοίρα (νάτη πάλι η μοίρα) κι ο Απόλλωνας με σκότωσαν. Ύστερα ήρθε ο Εύφορβος και τρίτος εσύ”.


Ο Κεβριόνης πάνω στο άρμα. Τον πλαισιώνουν ο Έκτορας και ο Γλαύκος
Μελανόμορφη υδρία, Λονδίνο, Βρεταννικό Μουσείο (αντίγραφο)
από το http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-B108/208/1456,4857/

Σκάμανδρος (ο ποταμός!) εναντίον Αχιλλέα (Ιλιάδα, ραψωδία Φ)
Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες σκηνές (δεν είναι ακριβώς μονομαχία) της Ιλιάδας. Ο Αχιλλέας, θέλοντας να εκδικηθεί το θάνατο του Πάτροκλου, σκοτώνει όποιον Τρωαδίτη βρίσκει μπροστά του και πετά τα πτώματα στον ποταμό Σκάμανδρο (οι Τρώες τον ονόμαζαν Ξάνθο και πίστευαν πως ήταν γιος του Δία). Κάποια στιγμή ο ποταμός αρχίζει να συναντά δυσκολίες στη ροή του και, παίρνοντας ανθρώπινη μορφή, ζητά από τον Αχιλλέα να κάνει επιτέλους μια παύση γιατί έχουν γεμίσει πτώματα τα νερά του. Ο Αχιλλέας όμως δεν του δίνει την πρέπουσα σημασία και μπαίνει μέσα στο ποτάμι συνεχίζοντας το δολοφονικό του έργο, έτσι ο Σκάμανδρος θυμώνει και αρχίζει, μουγκρίζοντας, να ξερνάει τους νεκρούς έξω απ’ την κοίτη του, ενώ τους ζωντανούς τους προστατεύει από τον Αχιλλέα μέσα σε βαθιές μεγάλες ρουφήχτρες. Σηκώνει δε ένα φοβερό ανταριασμένο κύμα εναντίον του Αχιλλέα που δεν μπορεί πλέον να κρατηθεί στα πόδια του και αναγκάζεται να πηδήσει έξω από το ποτάμι. Ο Αχιλλέας τώρα τρέχει στην πεδιάδα να σωθεί κι από πίσω τον κυνηγάει ο ποταμός! Όσες φορές σταματάει να δει τι γίνεται πίσω του, τόσες φορές τον κουκουλώνει στους ώμους το πελώριο κύμα του θεόπεμπτου ποταμού. Κι ο Αχιλλέας συνεχίζει να δίνει σάλτους και να πηδάει ψηλά, ενώ από πίσω του έρχεται συνέχεια το κύμα. Έτσι ο Αχιλλέας αναγκάζεται να παρακαλέσει τον Δία να του σώσει τη ζωή λέγοντας πως η μητέρα του, η Θέτις, του έλεγε πως θα σκοτωθεί κάτω από τα τείχη της Τροίας από σαΐτα του Απόλλωνα. Ας τον είχε σκοτώσει τουλάχιστον ο Έκτορας που είναι ο πιο γενναίος απ’ τους Τρώες. Ε, όχι και να πεθάνει από τα νερά ενός ποταμού σαν νεαρός χοιροβοσκός που τον παρασέρνει ο χείμαρρος όταν πάει να τον διαβεί μες στην κακοκαιρία!
Τελικά τρέχουν κοντά του για συμπαράσταση ο Ποσειδώνας κι η Αθηνά. Ο Ποσειδώνας μάλιστα του λέει πως δεν πρόκειται να πεθάνει από το ποτάμι και τον συμβουλεύει να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι να κλείσει τους Τρώες στα τείχη τους. Ύστερα και, αφού έχει σκοτώσει τον Έκτορα, θα πρέπει να επιστρέψει στα πλοία, μια συμβουλή που βέβαια γνωρίζουμε πως δεν τήρησε ο Αχιλλέας, υπερβαίνοντας και αυτός τη μοίρα του και βρίσκοντας έτσι το θάνατο.

Για την περιγραφή των μονομαχιών χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ (ΙΩ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑ – Ν. ΦΙΛΙΠΠΑ)

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΜΟΝΟΜΑΧΙΕΣ (ΙΙ)

Έκτορας εναντίον Αίαντα (Ιλιάδα, ραψωδία Η)
Παράξενος και θαυμαστός ο ομηρικός κόσμος. Μες στο χαλασμό της μάχης, την ώρα που Αχαιοί και Τρώες πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο, ένα νεύμα του Έκτορα κάνει τους Τρώες να καθίσουν όλοι κάτω. Το ίδιο κάνουν και οι Αχαιοί μετά από νεύμα του Αγαμέμνονα. Τότε ο Έκτορας καλεί σε μονομαχία όποιον Αχαιό αισθάνεται ικανός να τα βάλει μαζί του.
Το παράδοξο είναι πως κανείς Αχαιός δεν τολμά να σηκωθεί! Όλοι σωπαίνουν, μέχρι που αγανακτεί ο Μενέλαος και, κατηγορώντας τους Αχαιούς για δειλία, σηκώνεται ο ίδιος να μονομαχήσει με τον Έκτορα. Ο Αγαμέμνονας τον πιάνει απ’ το χέρι και του λέει: “Τι κάνεις; Έχασες τα λογικά σου και θέλεις ν’ αντιμετωπίσεις έναν πολεμιστή πολύ καλύτερό σου που ακόμα και ο Αχιλλέας δειλιάζει να μονομαχήσει μαζί του;” (βαριά κουβέντα για τον Αχιλλέα αλλά είναι γνωστή η αντιπαλότητα Αγαμέμνονα – Αχιλλέα). Αναλαμβάνει τότε να ενθαρρύνει τους Αχαιούς ο Νέστορας και πράγματι βρίσκονται εννέα ήρωες πρόθυμοι να αναμετρηθούν με τον Έκτορα. Μετά από κλήρωση επιλέγεται ο Αίας, κι όσο αυτός αρματώνεται, οι υπόλοιποι προσεύχονται στον Δία να του δώσει τη νίκη ή έστω “ίση δύναμη και δόξα”.


Μονομαχία Έκτορα και Αίαντα

Αττική, ερυθρόμορφη κύλιξ, Λούβρο
από το http://annboukou.blogspot.com/2011/01/blog-post_26.html

Μόλις αρματώθηκε ο Αίας, όρμησε με χαμογελαστό το άγριο του πρόσωπο, κρατώντας το “μακρόσκιο” κοντάρι του. Όλοι οι Τρώες φοβήθηκαν όταν τον είδαν, ακόμη και ο Έκτορας ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, αλλά δεν μπορούσε να φύγει αφού αυτός είχε προκαλέσει τη μονομαχία. Ο Αίας κρατούσε ασπίδα από τομάρια εφτά ταύρων κι ένα όγδοο από χαλκό, που την είχε φτιάξει ο Τύχιος (ναι, στον ομηρικό κόσμο έχει σημασία ποιος έφτιαξε την ασπίδα, όλα έχουν μια ταυτότητα, ένα δημιουργό).
Πριν ξεκινήσει η μονομαχία, άρχισαν οι δύο ήρωες να καυχιούνται ο καθένας για τη δύναμή του, αναγνωρίζοντας ωστόσο την αξία του άλλου, κι ύστερα έριξε πρώτος το κοντάρι του ο Έκτορας πετυχαίνοντας την ασπίδα του Αίαντα. Το κοντάρι έσκισε το ντύμα του χαλκού, διαπέρασε τα 6 τομάρια για να σταματήσει μόλις στο 7ο! Μετά έριξε ο Αίας το δικό του κοντάρι που διαπέρασε την ασπίδα του Έκτορα και χώθηκε στο θώρακά του σκίζοντας το χιτώνα του. Στη συνέχεια οι δύο ήρωες ρίχτηκαν ο ένας εναντίον του άλλου χρησιμοποιώντας αρχικά τα κοντάρια που είχαν τρυπήσει τις ασπίδες τους. Σ’ αυτή τη φάση τραυματίστηκε στο λαιμό ο Έκτορας χωρίς όμως να σταματήσει τη μονομαχία. Όταν αχρηστεύτηκαν τα κοντάρια, οι δύο ήρωες άρχισαν να πετάνε τεράστιες πέτρες και στο τέλος θα χτυπιόντουσαν με τα σπαθιά τους αν δεν τους διέκοπταν δύο κήρυκες, ένας από τους Τρώες κι ένας από τους Αχαιούς, που ήρθαν να τους ενημερώσουν πως η μονομαχία έπρεπε να σταματήσει αφού είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Και οι δύο δέχτηκαν, και, μάλιστα, πριν επιστρέψουν στις γραμμές τους αποφάσισαν να ανταλλάξουν δώρα σαν ένδειξη φιλίας και εκτίμησης. Ο Έκτορας πρόσφερε στον Αίαντα ένα ασημοκαρφωμένο σπαθί μαζί με το θηκάρι και το λουρί του ενώ ο Αίας του έδωσε πορφυρόχρωμο ζωστήρα. Ύστερα αποχωρίστηκαν, ιδιαίτερα χαρούμενοι και οι δύο, που επέστρεψαν ζωντανοί και τιμημένοι, ωστόσο υπάρχει μια λεπτομέρεια στην ανταλλαγή αυτή που της δίνει έναν ειρωνικό και συγχρόνως δραματικό τόνο. Και τα δύο δώρα είχαν μοιραίο ρόλο¹. Ο Έκτορας, μόλις σκοτώθηκε, δέθηκε από τον Αχιλλέα στο άρμα του με το ζωστήρα του Αίαντα και σύρθηκε γύρω από τα τείχη της Τροίας, ενώ ο Αίαντας έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του χρησιμοποιώντας το ασημοκαρφωμένο σπαθί που του δώρησε ο Έκτορας! Τραγική λοιπόν η μοίρα των δύο ηρώων, τραγικός και ο ρόλος των δώρων που αντάλλαξαν μετά το τέλος της μονομαχίας τους.

¹Για το μοιραίο ρόλο των δύο δώρων δεν αναφέρει ο Όμηρος, αποτελεί μεταγενέστερη αρχαιοελληνική παράδοση.

Για το ίδιο θέμα μπορείτε να διαβάσετε εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Μαρωνίτη στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-12-2008

ΣΧΟΛΙΑ:

Σοφία: Θα επισημάνω το διπλωματικό τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος χειρίζεται τους δύο αντιπάλους. Εφόσον ο αγώνας δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή, ο ποιητής χρησιμοποίησε το πρόσχημα της νύχτας για να δείξει την υπεροχή του Αίαντα αλλά και την ανδρεία του Έκτορα, τον οποίο αφήνει ανίκητο. Γιατί το κάνει αυτό; Μα τον ενδιαφέρει περισσότερο η μελλοντική αναμέτρηση του Έκτορα με τον Αχιλλέα.Φαντάζομαι ότι δεν θα παραλείψεις να μας παρουσιάσεις την μονομαχία Έκτορα – Αχιλλέα.
Αλλά πολύ σημαντική είναι και η ανταλλαγή των δώρων στο τέλος της μονομαχίας. Δείχνει την αμοιβαία αναγνώριση της αξίας των αντιπάλων ανεξάρτητα από το πώς κατέληξαν να χρησιμοποιηθούν. Ιπποτική συμπεριφορά θα τη χαρακτηρίζαμε μερικούς αιώνες αργότερα.

Όλγα: Ίσως να είναι και η μόνη ή έστω από τις λίγες καθαρές μονομαχίες, χωρίς την παρέμβαση κάποιου θεού/θεάς.
Η ανάγνωση της Ιλιάδας θα μου λύσει την απορία!

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΑΧΙΛΛΕΑ – ΕΚΤΟΡΑ

Νάτος, έρχεται! Πλησιάζει τις Σκαιές Πύλες με γρήγορες δρασκελιές, τρεχάτος σαν άλογο σε αρματοδρομίες. Κουνάει γρήγορα γόνατα και πόδια κι η πανοπλία του αστράφτει σαν το αστέρι του Ωρίωνα. Όλοι έχουν κρυφτεί πίσω απ’ τα τείχη, βρίσκοντας καταφύγιο σαν ελαφάκια που στεγνώνουν με ασφάλεια τον ιδρώτα τους. Μόνο ο Έκτορας έχει μείνει έξω. Ο Πρίαμος υψώνει τα χέρια και, κλαίγοντας, τον εκλιπαρεί να κρυφτεί κι αυτός. Το ίδιο κι η Εκάβη. Μάταιες οι προσπάθειές τους. Όχι πως δεν το σκέφτεται ο Έκτορας. Αναρωτιέται μάλιστα:
“Τι να κάνω; Αν τρυπώσω στο κάστρο πώς θα αντικρίσω τους υπόλοιπους Τρώες που πήρα τόσο στρατό στο λαιμό μου και δεν τους άκουσα όταν με συμβούλευαν να γυρίσουμε πίσω πριν βγει εκείνος στη μάχη; Θα καθίσω λοιπόν εδώ να τον αντιμετωπίσω είτε να τον σκοτώσω και να γυρίσω νικητής είτε έντιμα να σκοτωθώ απ’ αυτόν εδώ μπροστά στα τείχη. Ή μήπως να παρατήσω την ασπίδα και το κράνος μου, ν’ ακουμπήσω το δόρυ μου στο τείχος και να πάω να του τάξω την Ελένη και όσα πολύτιμα έφερε ο Πάρης κι ύστερα να μοιράσουμε μισά μισά με τους Αχαιούς όσα βρίσκονται στην Τροία; Μα τι είναι αυτά που κάθομαι και συλλογιέμαι; Αν πάω να τον παρακαλέσω και δε με λυπηθεί και με σφάξει άοπλο σα να ήμουν γυναίκα; Όχι, όχι, καλύτερα να χτυπηθούμε, μια ώρα αρχύτερα να δούμε σε ποιον θα δώσει τη νίκη ο Ολύμπιος Δίας”.

Όταν όμως τον είδε να πλησιάζει κι άλλο, κρατώντας στο δεξί του χέρι το φριχτό εκείνο όπλο απ’ το Πήλιο, κι είδε το χαλκό απ’ την πανοπλία του να αντιφεγγίζει σα φλόγα ήλιου που ανατέλλει, ο Έκτορας δεν άντεξε να μείνει εκεί. Άφησε πίσω του τις Πύλες κι έτρεξε αλαφιασμένος να σωθεί. Εκείνος χύμηξε πίσω του σαν γεράκι που χύνεται να κυνηγήσει δειλό περιστέρι.
Τρεις φορές είχαν γυρίσει γύρω απ’ τα τείχη της Τροίας όταν ο Δίας είπε στους άλλους θεούς: “Τον κλαίει η ψυχή μου τον Έκτορα που έχει θυσιάσει για μένα πολλά βόδια στην Ίδη αλλά και μέσα στην ακρόπολη. Αποφασίστε λοιπόν, θεοί του Ολύμπου, τι λέτε, να τον σώσουμε απ’ το θάνατο, τέτοιο γενναίο άνδρα ή να τον αφήσουμε να σκοτωθεί;”
Αμέσως η Αθηνά τού απάντησε πως δεν κάνει να γλυτώσει απ’ το θάνατο έναν άνθρωπο θνητό, που από καιρό τον έχει σημαδέψει η μοίρα. Έτσι ο Δίας της έδωσε την άδεια να βοηθήσει τον σγαπημένο της ήρωα. Τότε η Αθηνά μ’ ένα πήδημα κατέβηκε απ’ τις κορφές του Ολύμπου κι έφτασε στην Τροία όπου οι δύο άντρες έτρεχαν ακόμη γύρω απ’ τα τείχη. Όπως το ελαφάκι κυνηγιέται απ’ το σκύλο, μέσα από λάκκους και φαράγγια, έτσι έτρεχε κι ο Έκτορας χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ το διώκτη του αλλά κι εκείνος δεν μπορούσε να τον πιάσει.

Μόλις έφτασαν για τέταρτη φορά μπροστά στις Πύλες, ο Δίας πήρε τη χρυσή του ζυγαριά, έβαλε πάνω τις μοίρες των δύο αντρών και έγειρε η μοίρα του Έκτορα τραβώντας τον στον Άδη. Τότε ο Απόλλωνας σταμάτησε να τον βοηθάει. Κι η Αθηνά παίρνοντας τη μορφή του Διήφοβου, πήγε κοντά στον Έκτορα και του είπε: “Έλα, Έκτορα, να σταθούμε οι δυο μας να τον αντιμετωπίσουμε”. Ο Έκτορας δεν κατάλαβε την απάτη της Αθηνάς και απάντησε με χαρά: “Διήφοβε, πάντα ήσουν ο αγαπημένος μου αδελφός, αλλά τώρα, πιο πολύ από πριν, θα σ’ έχω στην καρδιά μου που άφησες τα τείχη κι ήρθες εδώ να με βοηθήσεις ενώ οι άλλοι μένουν κλεισμένοι μέσα”. Και παίρνοντας θάρρος, πλησίασε τον αντίπαλό του και είπε:
“Δεν τρέχω άλλο, γιε του Πηλέα. Η καρδιά μου λέει τώρα να αναμετρηθώ μαζί σου, έλα λοιπόν να βάλουμε τους θεούς για μάρτυρες και να κάνουμε μια συμφωνία. Αν δώσει ο Δίας και σου πάρω τη ζωή, εγώ δε θα φερθώ άτιμα στο πτώμα σου. Μονάχα τα άρματά σου θα πάρω, το λείψανο θα το δώσω πίσω στους Αχαιούς. Το ίδιο πρέπει κι εσύ να κάνεις”.
Κι εκείνος του απάντησε:
“Έκτορα, που τα εγκλήματά σου είναι άσβηστα, μην πας να με τυλίξεις με όρκους. Όπως δε δίνουν ποτέ όρκους οι άνθρωποι με τα λιοντάρια, όπως δεν είδες ποτέ λύκο κι αρνί συντροφιασμένους, έτσι κι εμείς οι δύο δε γίνεται να δώσουμε όρκους ούτε να φιλιωθούμε ποτέ. Βάλε μόνο όλη σου την τέχνη και προσπάθησε να φανείς γενναίος πολεμιστής γιατί ήρθε η ώρα να πεθάνεις!”
Και τελειώνοντας τα λόγια του τίναξε το μακρόσκιο κοντάρι του. Μα πρόλαβε ο Έκτορας και το απέφυγε. Το κοντάρι σφύριξε από πάνω του και καρφώθηκε στη γη. Το άρπαξε τότε η Αθηνά και, χωρίς να την αντιληφθεί ο Έκτορας, το έδωσε πίσω στον γιο του Πηλέα! Τότε είπε ο Έκτορας:
“Αστόχησες, ισόθεε Αχιλλέα! Μην περιμένεις πια να το βάλω στα πόδια για να με σκοτώσεις πισώπλατα. Κοίτα τώρα να σωθείς απ’ το δικό μου κοντάρι”.
Έτσι είπε και τίναξε με δύναμη το κοντάρι του πετυχαίνοντας αλάθευτα τον Αχιλλέα στη μέση της ασπίδας. Μα το όπλο πήδησε μακριά. Στάθηκε τότε ο Έκτορας με βαριά καρδιά και φώναξε το Δηίφοβο να του δώσει άλλο κοντάρι. Μα ο Δηίφοβος δεν ήταν πια κοντά του! Τότε μόνο κατάλαβε ο Έκτορας τι συμβαίνει και φώναξε:
“Αλήθεια είναι πως οι θεοί με κράζουν στον Άδη. Εγώ νόμιζα πως ο Δηίφοβος είναι κοντά μου κι εκείνος βρίσκεται μέσα στο τείχος κι όλα αυτά ήταν μια παγίδα της θεάς. Τώρα καταλαβαίνω πως ο θάνατος είναι κοντά μου. Δε θα αργήσει να έρθει. Τουλάχιστον να μην πεθάνω χωρίς να πολεμήσω. Δε θέλω να πέσω άδοξα. Ας καταφέρω τουλάχιστον ένα τρανό κατόρθωμα να το θυμούνται οι επόμενες γενιές”.
Σαν είπε αυτά τα λόγια τραβάει ο Έκτορας τ’ ακονισμένο του σπαθί και σκύβοντας χυμάει σαν τον αϊτό που χύνεται στον κάμπο ν’ αρπάξει τρυφερό αρνί ή ανήσυχο λαγό. Ορμάει κι ο Αχιλλέας¹ με άγριο θυμό μες στην ψυχή του, κοιτάζοντας με προσοχή το κορμί του Έκτορα να δει πού θα μπορούσε πιο εύκολα να το χτυπήσει, γιατί ο Έκτορας φορούσε την πανώρια χάλκινη αρματωσιά του Πάτροκλου που άφηνε ακάλυπτο μόνο το σημείο που οι κλειδώσεις χωρίζουν το λαιμό απ’ τους ώμους, στο φάρυγγα, στο μέρος δηλαδή που έρχεται πιο γρήγορα ο θάνατος. Εκεί τον κάρφωσε με το κοντάρι ο Αχιλλέας κι η βαριά χάλκινη αιχμή πέρασε τον τρυφερό λαιμό και βγήκε απ’ το άλλο μέρος χωρίς όμως ν’ αγγίξει το λάρυγγα! Για να ‘χει την ευκαιρία να πει κι ο Έκτορας δυο λόγια πριν πεθάνει!
Σωριάστηκε κάτω στη σκόνη ο Έκτορας και φώναξε ο Αχιλλέας από πάνω:
“Έκτορα, σίγουρα θα σκέφτηκες όταν σκότωνες τον Πάτροκλο πως γλύτωσες, κι εμένα δε με λογαριάσες καθόλου γιατί ήμουν μακριά. Ανόητε! Δικός του εκδικητής είχα απομείνει εγώ πίσω στα καράβια, εγώ που σε γονάτισα! Κι εσένα τώρα τα σκυλιά θα σε τραβολογούν και τα όρνια, ενώ τον Πάτροκλο με τιμές θα τον θάψουνε οι Αχαιοί”.
Ο Έκτορας του είπε τότε, αχνά αναπνέοντας:
“Σε εξορκίζω στη ζωή σου και στη ζωή των γονιών σου, μη μ’ αφήσεις να με σπαράξουν τα σκυλιά μα δώσε πίσω το κορμί μου στους δικούς μου για να αξιωθούν να μου το κάψουν στην πυρά!”
Κι ο Αχιλλέας κοιτάζοντάς τον άγρια του είπε:
“Σκύλε, μη με ξορκίζεις στη ζωή μου ούτε στους γονιούς μου. Μακάρι να είχα το κουράγιο να σου φάω εγώ τις σάρκες για το κακό που μου ‘καμες! Μάνα σε νεκρικό κρεβάτι δε θα σε θάψει, μα τα σκυλιά και τα όρνια θα σε φάνε ολόκληρο!”
Ο Έκτορας τότε του είπε ξεψυχώντας:
“Το ήξερα πως δεν πρόκειται να σε μαλακώσω γιατί εσύ αντί για καρδιά έχεις σίδερο στα στήθια. Πρόσεξε όμως μη γίνω αφορμή να οργιστούν μαζί σου οι θεοί τη μέρα που ο Πάρις κι ο Απόλλωνας θα σε σκοτώσουν μπρος στις Σκαιές Πύλες²”.
Μόλις τα ‘πε αυτά τον σκέπασε του θανάτου η καταχνιά κι η ψυχή του πέταξε μακριά απ’ το σώμα για να πάει στον Άδη.
Μα και νεκρό ακόμα του φώναξε ο Αχιλλέας:
“Ψόφα εσύ τώρα, κι έπειτα ας μου ‘ρθει εμένα ο Χάρος σα θέλει ο Δίας κι οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν”.
Είπε κι έσυρε απ’ το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι εκεί κοντά παράμερα το άφησε. Κατόπιν άρχισε να τον γυμνώνει απ’ την πανώρια αρματωσιά. Κι έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι να ήταν τάχα η όψη κι η κορμοστασιά του. Και κανείς δεν πήγαινε εκεί κοντά χωρίς να τον πληγώσει! Κι έλεγε ο καθένας στο διπλανό του: “Πόσο τώρα ξέγνοιαστα τον Έκτορα μαλάζεις, όχι όπως όταν με φωτιά μας έκαιγε τα πλοία!” και ζύγωνε κοντά και τον τρυπούσε!

¹Όπως και στη μονομαχία Έκτορα – Πάτροκλου, έχουμε και εδώ μια άνιση μάχη, μόνο που τώρα οι ρόλοι είναι αντεστραμμένοι. Ο Αχιλλέας κρατάει το κοντάρι που του έχει δώσει η Αθηνά, ενώ ο Έκτορας, χωρίς τη βοήθεια του Απόλλωνα, μάχεται μόνο με το σπαθί του.

²Ο Έκτορας τη στιγμή του θανάτου του προλέγει το επικείμενο τέλος του Αχιλλέα.

Η μονομαχία Αχιλλέα – Έκτορα περιέχεται στη ραψωδία Χ της Ιλιάδας του Ομήρου. Για την περιγραφή της μονομαχίας χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις των: α) Ν. Φίλιππα, εκδόσεις ΠΑΠΥΡΟΣ και β) Αλεξάνδρου Πάλλη.

ΣΧΟΛΙΑ:

Κώστας: Θωμά, η στιγμή της μονομαχίας είναι γεμάτη νοήματα και εικόνες που θέλει πολύ μεγάλη ανάλυση για να αναφερθούν όλα. Από τη μια έχουμε το “λυσσασμένο” Αχιλλέα που έχει ξεχάσει ακόμα και τους στοιχειώδεις κανόνες συμπεριφοράς λόγω του τυφλού του μίσους κι από την άλλη έναν Έκτορα που εμφανίζει τα κλασικά σημάδια του ανθρώπινου φόβου. Όμως, καταφέρνει να ξεπεράσει το φόβο του γνωρίζοντας τον επικείμενο θάνατό του και κάθεται να πολεμήσει σε έναν άνισο αγώνα. Νομίζω ότι ο Όμηρος εδώ μας δείχνει ότι γενναίος δεν είναι εκείνος που ορμά αλλά εκείνος που ξέρει τη μοίρα του κι αντί να φύγει κάθεται και την υπομένει. Ο δε Αχιλλέας δείχνει το ψυχρό και απάνθρωπο πρόσωπό του σε μια επίδειξη ισχύος, ακόμα και τη στιγμή που ο αντίπαλός του ξεψυχά, που δεν τον τιμά καθόλου. Δείχνει την ωμή δύναμη αλλά και την υπεροψία του ισχυρού που δε λογαριάζει ούτε καν τους Θεούς.

Σοφία: Μια χαρά τα κατάφερες και πάλι και με παρασύρεις για μια ακόμη φορά στον ομηρικό κόσμο.
Ωραίο και το θέμα που θέτει ο Τελευταίος, διαχρονικό. Το να ξέρει κανείς ότι θα πεθάνει αλλά να μπαίνει στη μάχη είναι ολόκληρη φιλοσοφία ζωής και έχει υμνηθεί στα δημοτικά τραγούδια αλλά και από ποιητές. Για τον ομηρικό ήρωα όμως ήταν πολύ σημαντικός ο δοξασμένος θάνατος και η υστεροφημία, το καλό όνομα στους απογόνους.
Αν εξετάσω την μονομαχία με το βλέμμα της σημερινής εποχής θα τοποθετηθώ με τον Έκτορα, διότι αυτός είναι ο αδύναμος και ο ανυπεράσπιστος που μάχεται για την τιμή και για τη δόξα με τις δικές του δυνάμεις. Ο Αχιλλέας κέρδισε με απάτη και τη βοήθεια της Αθηνάς. Είναι δίκαιο αυτό; Με τα σημερινά δεδομένα όχι. Αλλά στην ομηρική εποχή η βοήθεια των ανθρώπων ήταν κατακριτέα και αφαιρούσε δόξα όχι η θεϊκή βοήθεια. Αυτή αντιθέτως προσέθετε δόξα δεν αφαιρούσε. Η νίκη δεν είναι δυνατή χωρίς τη θεϊκή θέληση και η θεϊκή εγκατάλειψη προοιωνίζει την ήττα και τη συμφορά. Οι θεοί στην ομηρικοί εποχή μπορούν να είναι καλοί και κακοί, να εξυψώσουν ή να συνθλιψουν έναν άνθρωπο. Αυτό το γνωρίζουν οι άνθρωποι και το βλέπουμε στην αντίδραση και συμπεριφορά του Έκτορα.
Τελικά τα γεγονότα , τις ανθρώπινες δράσεις και συμπεριφορές πάντα πρέπει να τα εντάσσουμε στην εποχή τους για να τα κατανοήσουμε , διαφορετικά βγάζουμε λάθος συμπεράσματα.

Όλγα: Νομίζω πως ο Αχιλλέας φέρεται “ψυχρά και απάνθρωπα”, όπως λέει και ο Τελευταίος, όχι όμως από έπαρση αλλά επειδή η οργή και το μίσος του τον έχουν τυφλώσει. Είναι λογικό να είναι σ’ αυτήν την κατάσταση αφού από δικό του πείσμα ο Πάτροκλος είναι νεκρός και η εκδίκηση είναι ο μόνος τρόπος να εξιλεωθεί.

Συμφωνώ ως προς τη γενναιότητα του Έκτορα, αλλά όταν αποφασίζει να μονομαχήσει δεν γνωρίζει την τελική έκβαση της μονομαχίας, ενώ ο Αχιλλέας που ξέρει πως θα σκοτωθεί κι ο ίδιος, δε διστάζει να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του φίλου του.

Βέβαια το γεγονός πως ο Αχιλλέας έχει τη βοήθεια της Αθηνάς, ενώ ο Έκτορας μάχεται μόνο με τις δικές του δυνάμεις, του αφαιρεί πολλούς πόντους από την αντρεία και τη γενναιότητά του…

Γιώργος: Εάν την μονομαχία υποκαταστήσουμε με παιχνίδι Ηρακλήτειο τότε αναδεικνύεται η μπλόφα τού Δήϊ,Φόβου τού ψυχολογικού τού Πάτροκλου στην οποία εάν δεν είχε υποπέσει όταν ρίχνει τή ζαριά του, υποθέτω δεν θα έγερνε η πλάστιγγα τών θεών

ΧΑΛΚΙΝΟΣ ΥΠΝΟΣ

Χάλκινος ύπνος στον Όμηρο είναι ο θάνατος στη μάχη, και αν ο νεκρός διατηρήσει τα όπλα και την πανοπλία του τότε είναι και τιμημένος θάνατος. H σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αρκετές σκηνές χάλκινου ύπνου από την Ιλιάδα. Οι σκηνές είναι ιδιαίτερα βίαιες, έστω και αν ο Όμηρος καταφέρνει κάπου να προσθέσει λίγες στάλες τρυφερότητας.

Ο Αίας σκότωσε τον Σιμοείσιο, χτυπώντας τον με χάλκινο κοντάρι στα στήθια. Κι ο Σιμοείσιος σωριάστηκε στο χώμα σα λεύκα που την κόβουν με τσεκούρι.
Ο Σιμοείσιος ήταν όλο νιάτα αλλά η ζωή του υπήρξε ολιγόχρονη και δεν πρόλαβε να ανταποδώσει στους γονείς του όσα εκείνοι ξόδεψαν για να τον αναθρέψουν.
(Ιλιάδα, Δ, 475)

Ο Μέγης χτύπησε στο σβέρκο τον Πήδαιο και το μυτερό του κοντάρι τού έκοψε τη γλώσσα και ξεπρόβαλε ανάμεσα στα δόντια. Τότε ο Πήδαιος έπεσε μες στη σκόνη δαγκώνοντας το κρύο χάλκινο όπλο.
Ο Πήδαιος ήταν νόθος γιος του Αντήνορα, αλλά η Θεανώ τον ανέθρεψε με πολλή φροντίδα μαζί με τα δικά της παιδιά για το χατίρι του άντρα της.
(Ιλιάδα, Ε, 70)

Ο Διομήδης σκότωσε τον Ξάνθο και τον Θόωνα, τους γιους του Φαίνοπα, ο οποίος βασανιζόταν από βαριά γεράματα και δεν είχε άλλα παιδιά για ν’ αφήσει τα κτήματά του. Έτσι άλλοι συγγενείς, μακρινοί, θα μοιράζονταν την περιουσία του.
(Ιλιάδα, Ε, 155)

Ο Διομήδης σκότωσε τον Άξυλο, που ζούσε στην καλοχτισμένη Αρίσβη και ήταν πλούσιος και αγαπητός στους ανθρώπους γιατί σε όλους πρόσφερε φιλοξενία, έχοντας το σπίτι του πάνω στο δρόμο. Κανείς απ’ αυτούς δε στάθηκε μπροστά του να τον υπερασπίσει και να τον σώσει από το θάνατο.
(Ιλιάδα, Ζ, 12)

Ο Τεύκρος κρύφτηκε πίσω από την ασπίδα του Αίαντα και με το τόξο του σημάδεψε και σκότωσε οχτώ Τρώες -τον ένα μετά τον άλλο- και, κάθε φορά που πετύχαινε κάποιον, γύριζε και κρυβόταν πίσω από την ασπίδα του Αίαντα σαν το παιδί κάτω απ’ τη μητέρα του. Ύστερα έριξε το βέλος του σημαδεύοντας τον Έκτορα, αλλά πέτυχε στο στήθος τον ευγενικό Γοργυθίωνα που έγειρε το κεφάλι όπως γέρνει μια παπαρούνα φορτωμένη από τους σπόρους και την ανοιξιάτικη δροσιά.
(Ιλιάδα, Θ, 299)

Ο Αγαμέμνων έπιασε τον Πείσανδρο και τον Ιππόλοχο, τους γιους του Αντίμαχου που είχε συμβουλεύσει κάποτε τους Τρώες να μην επιστρέψουν την Ελένη στον Μενέλαο. Για εκδίκηση σκότωσε τον Πείσανδρο στο στήθος με το δόρυ, ενώ τον Ιππόλοχο τού έκοψε με το ξίφος τα χέρια και το κεφάλι κι ύστερα τον έσπρωξε να κυλιέται σαν κούτσουρο στο πλήθος.
(Ιλιάδα, Λ, 145)

Ο Αγαμέμνων χτύπησε με το δόρυ του τον Ιφιδάμαντα όμως αστόχησε γιατί πήγε στραβά το δόρυ. Ο Ιφιδάμας τον τρύπησε στη ζώνη κάτω απ’ τον θώρακα, μα δεν πέρασε τη ζώνη γιατί το ασήμι στράβωσε τη λόγχη. Τότε ο Αγαμέμνων τράβηξε με δύναμη το δόρυ και του το πήρε απ’ τα χέρια. Ύστερα τον χτύπησε με το ξίφος του στο σβέρκο και τον έστειλε να κοιμηθεί τον χάλκινο ύπνο, μακριά από τη νεαρή γυναίκα του που δεν τη χάρηκε καθόλου αν και είχε δώσει γι’ αυτήν εκατό βόδια και χίλια γιδοπρόβατα.
(Ιλιάδα, Λ, 235)

Την ώρα που οι Τρώες σκαρφάλωναν πάνω στα τείχη που έχτισαν οι Αχαιοί για να προστατέψουν τα καράβια τους, ο Αίας σκότωσε τον μεγαλόψυχο Επικλή, χτυπώντας τον με βαριά πέτρα. Ο Αίας σήκωσε την πέτρα ψηλά και την πέταξε πάνω του σπάζοντας όχι μόνο την περικεφαλαία του μα και όλα τα οστά του κεφαλιού του. Ύστερα ο Επικλής γκρεμίστηκε απ’ τα τείχη σαν βουτηχτής.
(Ιλιάδα, Μ, 380)

Ο Τεύκρος σκότωσε τον Ίμβριο με κοντάρι. Κι εκείνος έπεσε σα μελιά που την έκοψε τσεκούρι και γύρω του βρόντηξαν τα χάλκινα όπλα του. Ο Τεύκρος τότε ορμάει ν’ αρπάξει τα όπλα του μα ο Έκτορας τον σημαδεύει με το δόρυ του. Ο Τεύκρος το αποφεύγει και το δόρυ χτυπάει κατάστηθα τον Αμφίμαχο και τον σκοτώνει. Ό Έκτορας τότε χυμάει ν’ αρπάξει το κράνος του γενναίου Αμφίμαχου μα την ίδια ώρα τον σημαδεύει ο Αίας με το λαμπρό του δόρυ. Το δόρυ του Αίαντα χτυπάει πάνω στην ασπίδα του Έκτορα και τον σπρώχνει προς τα πίσω. Βρίσκουν τότε ευκαιρία και αρπάζουν τον Αμφίμαχο οι Αθηναίοι Στιχίος και Μενεσθέας και μεταφέρουν το πτώμα του με ασφάλεια στις γραμμές των Αχαιών. Την ίδια ώρα οι δύο Αίαντες παίρνουν το πτώμα του Ίμβριου και όχι μόνο αφαιρούν τα όπλα του μα ο ένας, ο γιος του Οϊλέα, του κόβει το κεφάλι απ’ τον απαλό λαιμό και στρέφοντάς το σα σφαίρα το πετάει στο πλήθος. Κι έπεσε το κεφάλι μπρος στα πόδια του Έκτορα!
(Ιλιάδα, Ν, 178)

Ο Ιδομενέας, αν και ψαρομάλλης, σκότωσε τον Οθρυονέα που είχε έρθει στην Τροία για να παντρευτεί την κόρη του Πρίαμου, την Κασσάνδρα, χωρίς να προσφέρει δώρα, μα υποσχόμενος να διώξει τους Αχαιούς από την Τροία.
Το κοντάρι του Ιδομενέα πέρασε το χάλκινο θώρακα και καρφώθηκε στη μέση της κοιλιάς. Κι έπεσε ο Οθρυονέας κάτω κάνοντας θόρυβο. Ο Ιδομενέας τότε καυχήθηκε: “Οθρυονέα, εμείς θα σου δίναμε την πιο όμορφη κόρη. Ακολούθα με τώρα να πάμε στα καράβια μας να συμφωνήσουμε για το γάμο σου, γιατί εμείς δεν είμαστε τσιγκούνηδες” και καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, έσερνε το πτώμα του Οθρυονέα από το πόδι μέσα στη φοβερή μάχη!
(Ιλιάδα, Ν361)

Την ώρα που ο Ιδομενέας έσερνε απ’ το πόδι το πτώμα του Οθρυονέα, σκότωσε και τον Άσιο που ήρθε για εκδίκηση, χτυπώντας τον με το κοντάρι του στο λαιμό και περνώντας ως πέρα τη χάλκινη αιχμή. Λυπήθηκε ο Δηίφοβος κι έριξε εναντίον του Ιδομενέα το λαμπρό του κοντάρι. Ο Ιδομενέας ζάρωσε κάτω απ’ την ασπίδα του και το κοντάρι πέταξε από πάνω του και χτύπησε τον Υψήνορα στο συκώτι κάτω απ’ το διάφραγμα. Μόλις έπεσε νεκρός ο Υψήνορας, άρχισε ο Δηίφοβος να καυχιέται: ”Δεν σκοτώθηκε χωρίς εκδίκηση ο Άσιος. Θα χαρεί πολύ γιατί πηγαίνει με συντροφιά στον Άδη!”
(Ιλιάδα, N, 414)

Ο Ιδομενέας χτύπησε τον Αλκάθοο κατάστηθα και του κομμάτιασε το χάλκινο θώρακα. Ο Αλκάθοος έπεσε κάτω με βρόντο και το κοντάρι έμεινε καρφωμένο στην καρδιά του, και καθώς σπαρταρούσε η καρδιά του έκανε να τρέμει κι η ουρά του κονταριού!
(Ιλιάδα, Ν, 443)

Ο Μενέλαος χτύπησε με το ξίφος του τον Πείσανδρο στο μέτωπο πάνω απ’ τη ρίζα της μύτης. Τρίξανε τα κόκκαλά του κι έπεσαν κάτω ματωμένα τα δυο του μάτια, μπρος στα πόδια του! Ύστερα έπεσε κι ο Πείσανδρος.
(Ιλιάδα, Ν, 601)

Ο Αίας, ο γιος του Οϊλέα, χτύπησε τον Σάτνιο κι εκείνος έπεσε ανάσκελα. Γύρω του Τρώες και Αχαιοί έπιασαν άγρια μάχη. Για να βοηθήσει τον Σάτνιο έτρεξε ο Πολυδάμας που σκότωσε τον Προθοήνορα χτυπώντας τον στον δεξί ώμο και το δόρυ πέρασε τον ώμο πέρα ως πέρα. Ο Πολυδάμας τότε καυχήθηκε: “Κάποιος Αργείος θα κατέβει στον Άδη με μπαστούνι το κοντάρι μου!” Τότε ο Αίας, ο γιος του Τελαμώνα, του έριξε με το κοντάρι του. Ο Πολυδάμας το απέφυγε αλλά το καλοδέχτηκε ο Αρχέλοχος γιατί φαίνεται είχαν μελετήσει οι θεοί το θάνατό του. Το κοντάρι χτύπησε στην ένωση του λαιμού με το κεφάλι, στο τελευταίο σφοντύλι, κι απόκοψε τα δύο νεύρα. Σαν έπεσε ο Αρχέλοχος, το κεφάλι άγγιξε πρώτο το χώμα και μετά οι κνήμες και τα γόνατα.
(Ιλιάδα, Ξ, 457)

Μετά το θάνατο του Αρχέλοχου, ο Πρόμαχος από τη Βοιωτία προσπάθησε ν’ αρπάξει το πτώμα του. Ήρθε τότε ο αδερφός του Αρχέλοχου, ο Ακάμας και σκότωσε τον Πρόμαχο, παίρνοντας εκδίκηση για τον αδερφό του. Το θάνατο του Πρόμαχου θέλησε να εκδικηθεί ο Πηνέλαος και σημάδεψε τον Ακάμαντα πετυχαίνοντας όμως τον Ιλιονέα κάτω απ’ το φρύδι, στη ρίζα του ματιού και του έβγαλε έξω το βολβό. Ο Ιλιονέας έπεσε νεκρός και τότε ο Πηνέλαος έκοψε με το ξίφος του το κεφάλι του Ιλιονέα. Κι όπως το δόρυ του ήταν ακόμα καρφωμένο στο μάτι του Ιλιονέα, το σήκωσε ψηλά σαν παπαρούνα και είπε με καμάρι: “Τρώες, να πείτε στον πατέρα και στη μάνα του Ιλιονέα πως εξαιτίας μου θα θρηνήσουν στο σπίτι τους γιατί ούτε η γυναίκα του Πρόμαχου θα χαρεί τον ερχομό του συζύγου της όταν εμείς επιστρέψουμε από την Τροία.
(Ιλιάδα, Ξ, 495)

Για την περιγραφή των μαχών χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση των εκδόσεων ΠΑΠΥΡΟΣ. Χρήσιμο βοήθημα στάθηκε το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη “Η ομηρική μάχη” των εκδόσεων Καστανιώτη.

Σοφία: ” Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε
Να ο δρόμος για τη δόξα
Αυτοί που είναι χαμηλά
Να ο δρόμος για το μνήμα”
(Μπρεχτ, από το Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου)

Νομίζω ότι το μοτίβο του ένδοξου πολεμιστή το ενσαρκώνουν όλοι όσοι μάχονται στο πεδίο της μάχης , γνωστοί και άγνωστοι. Όλοι οι πολεμιστές είναι χτυπημένοι στο πρόσωπο , στο θώρακα, στην καρδιά, στον ώμο, στο λαιμό. Κανείς δεν είναι χτυπημένος στην πλάτη. Αυτό δείχνει ότι κανείς δεν προσπάθησε να φύγει . Ανεξάρτητα από το αν διατήρησε μετά θάνατον την πανοπλία και τα όπλα. Δεν ευθυνόταν αυτός για τη σκύλευση. Πάντως το γεγονός ότι ο Όμηρος ασχολείται για λίγο μαζί τους και μας τους παρουσιάζει, δείχνει ανθρωπιά και ευαισθησία και ας είναι τόσο βίαιη η περιγραφή. Αν μη τι άλλο πέρασαν και αυτοί στην αιωνιότητα μέσα από τη μνημόνευση τους.Τέλος η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στις βίαιες σκηνές και στις ειρηνικές σκηνές της προπολεμικής ζωής τους ορισμένων από αυτούς είναι μια καταγγελία εναντίον του πολέμου.

Θωμάς: Πώς γίνεται όμως κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, Έλληνες και Τρώες, χαράμιζαν με τόση ευκολία τη ζωή τους; Εντάξει, εκτός από τον κώδικα τιμής που επικρατούσε στην ομηρική κοινωνία, υπάρχει και μια άλλη απάντηση. Την έδωσε ο Σαρπηδόνας στον Γλαύκο (Μ, 322): “Αν ήταν ξεφεύγοντας από τον πόλεμο να ζήσουμε αγέραστοι και αθάνατοι ούτε κι εγώ θα πολεμούσα. Τώρα όμως έτσι κι αλλιώς χίλιοι θάνατοι στέκονται από πάνω μας, που δεν μπορεί να τους ξεφύγει ο άνθρωπος. Ας πάμε λοιπόν να κερδίσουμε δόξα πολεμώντας ή να δώσουμε σε κάποιον άλλο δόξα πεθαίνοντας”.
Ευχαριστώ, Σοφία για τα καλά σου λόγια. Όπως το έγραψες -σαν προσπάθεια- θα ήθελα να κριθούν οι αναρτήσεις μου, και όχι σαν αποτέλεσμα γιατί είναι σίγουρο πως ο Όμηρος χρειάζεται περισσότερη μελέτη και γνώσεις. Θα επανέλθω κάποια στιγμή. Αυτό είναι σίγουρο. Έχω αφήσει αρκετές εκκρεμότητες όπως για παράδειγμα οι συναντήσεις του Αχιλλέα με τον Πρίαμο και του Έκτορα με την Ανδρομάχη.

Σοφία: Θωμά, το ίδιο πράγμα λέμε. Η τιμή ισοδυναμούσε με ένδοξο θάνατο ή με ένδοξη νίκη. Είναι το ηρωικό ιδανικό της μυκηναϊκής εποχής. Στην Οδύσσεια θα αρχίσει να κλονίζεται λίγο και στα αρχαϊκά χρόνια θα αμφισβητηθεί εντελώς.

Κώστας: Θωμά, θα συμφωνήσω κι εγώ με τη Σοφία και το σχόλιό της. Θα ήθελα όμως να προσθέσω κάτι ακόμα. Μια σκέψη η οποία μπορεί να είναι λανθασμένη, αλλά με βασανίζει πολύ καιρό κι εδώ ταιριάζει απόλυτα για να την αναφέρω.

Το πολυτιμότερο πράγμα που έχει ο άνθρωπος είναι η ζωή του και το να την προσφέρει για τα ιδανικά της πατρίδας του είναι ότι ανώτερο μπορεί να κάνει κατά την Ομηρική ηθική. (Δε συζητάμε βεβαίως εδώ τις σκοπιμότητες ή τα πολιτικά συμφέροντα που έχουν οδηγήσει στην εμπόλεμη κατάσταση, αλλά την πατρίδα ως ιδανικό.) Έχουμε δηλαδή από τη μια τη θνητότητα που είναι αναπόφευκτη κι από την άλλη το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των πολεμιστών που θεωρούν τη ζωή ως ένα στοιχείο της προσωπικότητάς τους που μπορούν να το διαχειριστούν κατά το δοκούν. Αν συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι η ζωή είναι θείο δώρο, θα μπορούσε να εξάγει το συμπέρασμα ότι πέρα από την επιδιωκόμενη δόξα που θα αφήσουν οι θανόντες στον κόσμο των ανθρώπων, υπάρχει και η ευθεία πρόκληση προς τους θεούς, τους οποίους φαίνεται να μην υπολογίζουν ή για να το θέσω αλλιώς είναι σαν να τους λογίζουν ως όμοιούς τους. Σαν να τους λένε: «Εγώ είμαι θνητός και το ξέρω αλλά παρά το γεγονός αυτό δε φοβάμαι ούτε να πεθάνω ούτε να περιχαρακωθώ στην ασφάλεια της αθανασίας όπως εσείς –οι δειλοί(!)- που μπλέκεστε διαρκώς στα τεκταινόμενα εκ του ασφαλούς και προτιμώ να χαρίσω τη ζωή μου παρά να κάθομαι να σας παρακαλάω να σώσετε το τομάρι μου!». Διαβάζοντας τον Όμηρο, μπορεί ενδεχομένως να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι από τη μια οι θεοί με τις παρεμβάσεις τους στην πραγματικότητα παίζουν πολιτικά παιχνίδια κι από την άλλη οι θνητοί με τη δυνατότητα που έχουν να «χαρίζουν» τη ζωή τους, στην ουσία δεν είναι πιόνια των θεών αλλά κάτι μεγαλύτερο από αυτούς! Άλλωστε, τα δικά τους ονόματα δοξάστηκαν και έμειναν χαραγμένα στην ιστορία και όχι των θεών!

Δημήτρης: Στον τρωικό πόλεμο, ο Όμηρος προσπαθεί να ντροπιάσει τους νεκρούς τρώες, με ομαλό τρόπο. Σπάνια βλέπουμε στον Όμηρο να αφαιρούν τα όπλα απο Αχαιό, ενώ υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που αφαιρούνται όπλα η ακροτηριάζονται νεκροί τρώες πολεμιστές. Επίσης, οι Αχαιοί που σκοτώνονται απο τρώες εκτός απο τον Πάτροκλο, συνήθως δεν αναφέρονται να κάνουν κάποια αριστία πρίν πέσουν νεκροί. Ακόμα και σε γιους θεών, όπως του Άρη ο Ασκάλαφος, παρόλη την μεγάλη καταγωγή του. Στην Ιλιάδα είναι σχεδόν αδρανοποιημένος μέχρι να πέσει νεκρός απο τον Δήφοβο. Επιπλέον ο Όμηρος προσπαθεί να θανατώσει ασήμαντους αχαιούς πολεμηστές την οποία σκηνή την προσπερνά, αναφαίροντας μόνο δυο λόγια για την καταγωγή τους. Σε αντίθεση με τους νεκρούς τρώες που κάνει ολόκληρη περιγραφή της γενιάς τους

2 Σχόλια to “ιη) διαβάζοντας (και σχολιάζοντας με φίλους) τον Όμηρο”

  1. Ανώνυμος Says:

    ο ομηρος ομως βαζει την πιο ωραια φραση της ιλιαδας σε στομα τρωα του Εκτορα »οιωνος αριστος αμυνεσθαι περι πατρις».μας δειχνει κατα καποιον τροπο τον αγαπημενο του ηρωα,ο οποιος ειναι για τους Αχαιους το αντιπαλο δεος χωρις να εχει θε’ι’κη καταγωγη ειναι απλα ενας γενναιος πολεμιστης.κανοντας μια αντιδιαστολη θα ελεγα επισης οτι η μονομαχια εκτορα αχιλλεα εχει τα χαρακτηριστικα του διγενη με τον χαροντα.ο αχιλλεας με την θε’ι’κη του καταγωγη και ο χαροντας ειναι η δυναμη της φυσης που δεν μπορει να νικηθει ομως και ο εκτορας και ο διγενης την αντιμετωπιζουν αξιοπρεπεια και γενναιοτητα.

  2. Ανώνυμος Says:

    αγαπητε ανωνυμε με προλαβες θα ελεγα ακριβως το ιδιο πραγμα ο Εκτορας ειναι οντως ο αγαπημενος ηρωας του ποιητη και θα συμφωνησω και με τον παραλληλισμο Διγενη Χαροντα

Αφήστε απάντηση στον/στην Ανώνυμος Ακύρωση απάντησης