Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ

“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”

Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:

-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)

 

“Από την Τρίπολη του Πόντου”

Ο ΧατζηΓιώργης Δημητριάδης περιγράφει τους διωγμούς των κατοίκων της Τρίπολης του Πόντου:

Στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει. Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. (…) Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα. Η νύχτα έπεφτε βαριά και ο ουρανός ήταν έτοιμος να κλάψει μαζί μας. Τότε άρχισε ο έξαλλος δρόμος προς την Έσπια, για να βρούμε κάποια σκέπη για τη νύχτα, ενώ όλο και προσθέτονταν στην ουρά χριστιανοί διωγμένοι πριν μια μέρα από το Σατού κι από το Εσελί της Ελεβής. (…) Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… ώι… μανίτσα… (…) Και η πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουνε αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους. Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ, 8 χλμ περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε. (…) Ζαλωθήκαμε λοιπόν τα στρωσίδια, τους αρρώστους και τους γέρους μας και πάλι ανοίχτηκε μπροστά μας ο ατέλειωτος δρόμος της δοκιμασίας. (…) Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών. Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. (…) Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήρια -σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα- και η ανάγκη μας έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και το δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή τη διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα. Έτσι με το συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό μόνο γλιτώσανε. Όλοι οι άλλοι δε λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί. (…) Τρεις μήνες είχανε περάσει από τη μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Μάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά. 

από το βιβλίο της ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

 

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Η Ε. Αρβελέρ μιλάει για την Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ