Άγγελος Σικελιανός

Κακό σημάδι πάντα η χόρταση στον κόσμο.

«Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ»

 

Η Λευτεριά είναι Γνώση, η γνώση Αγάπη και πια απ’ τη Γνώση τούτη δεν είν’ άλλη…

«ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ»

 

Τι η Λευτεριά πιο δυσκολόφταστ’ είν’ απ’ όλα
και πρέπει πριν να τη λογιάσεις για δική σου
ν’ αγωνιστείς να την κερδίσεις για τους άλλους.

“Ο ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ”

  
“Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης και ο θάνατος του Σικελιανού”

Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ’ αργήσει να ‘ρθει». Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ’ την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα ‘ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί.
Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:
-Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος; Πώς; Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.
Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα.    

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ»
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973 

Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκτοπισμένος από τη χούντα των συνταγματαρχών στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Εκεί μελοποίησε το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω:

Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ’ ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει· μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω. Είχε αυτό το τεράστιο όραμα μέσα του. Δεν μπόρεσε φυσικά να το ολοκληρώσει… Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το «Πνευματικό Εμβατήριο», είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου μου έλεγε «τελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες«.


Πνευματικό Εμβατήριο (μέρος 5) του Α. Σικελιανού – Μουσική Μ. Θεοδωράκης

Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος – απομονώθηκα γιατί έγραφα το «Πνευματικό Εμβατήριο». Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός εκεί, ο Λάμπρος Μπιτούνης, μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν «Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;»· λέω «γράφω μουσική». Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω «παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω». Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα… Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει «πάμε στο καφενείο». Λέω «είναι ώρα απαγορευμένη», «δε μας νοιάζει», λένε, «πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!» Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: «Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα«. Του λέω «τρελάθηκες;» λέει «πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι». Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου…
Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια… Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα· αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
(στην εκπομπή «Εστιν ουν» του Ηλία Μαλανδρή, στο κανάλι Seven X, το Δεκέμβριο του 1996)
από άρθρο του Βασίλη Αγγελικόπουλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
(ΕΦΤΑ ΗΜΕΡΕΣ – 6/7/1997)


Πνευματικό Εμβατήριο (μέρη 7-8) του Α. Σικελιανού – Μουσική Μ. Θεοδωράκης)

  

Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,

ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!

απόσπασμα από το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Άγγελου Σικελιανού
από το http://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/sikelianos_pneumemb.html

 

Άγγελος Σικελιανός (1884-1951)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Αφιέρωμα της Καθημερινής στον Α. Σικελιανό

Αφιέρωμα στον Α. Σικελιανό (εκπομπή της ΕΡΤ)

 

  

Αρχική σελίδα

Ένα Σχόλιο to “Άγγελος Σικελιανός”

  1. Ιστορία του Ανθρώπου Says:

    Συγκλονιστικός ποιητής

Σχολιάστε