Ιωάννης Κονδυλάκης

Τ’ αρεσκούμενο τ’ ανθρώπου το καλύτερο του κόσμου.

«ΠΑΤΟΥΧΑΣ»

  

Νεότης χωρίς ζωηρότητα δεν εννοείται, δεν είναι νεότης.

“ΠΑΤΟΥΧΑΣ”

 

Ο έρως, ο οποίος όπως δύναται να παρακινήση εις πράξεις γενναίας και υψηλάς, δύναται να κατακυλίση τον άνθρωπον και εις τον βόρβορον.

“ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ” Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

 

Ο Ν. Τωμαδάκης γράφει το παρακάτω ανέκδοτο για τον Ι. Κονδυλάκη:
Ο Κοντυλάκης ενοίκιαζε δωμάτιο σε δίπατο σπίτι. Στο απάνω πάτωμα η σπιτονοικυρά είχε εγκαταστήσει ένα εξιωματικό. Κι οι δυο ξενύχτηδες, αλλά ο αξιωματικός ερχόταν αργότερα απ’ το δημοσιογράφο (Κοντυλάκη), γδυνόταν, πετούσε χάμω με δύναμη τις μπότες του κι ανησυχούσε τον Κοντυλάκη στο πρωτοΰπνι του. Μια μέρα τέλος πάντων, ο Κοντυλάκης του λέει: -Δεν μπορείς ν’ αφήνεις χάμω ήσυχα ήσυχα τις μπότες σου; Τις πετάς και με ξυπνάς. -Με συγχωρείς, του απαντά ο άλλος, δε θα ξαναγίνει. Άλλη φορά θα προσέχω. Επρόσεξε μια δυο, αλλά οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα. Ένα βράδυ, καθώς γδυνόταν (κι ο Κοντυλάκης κοιμόταν ήδη στο ισόγειο), βγάζει την δεξιά μπότα, μπαμ, την πετάει κάτω με δύναμη. Ο Κοντυλάκης ξυπνά, θυμώνει, δε μιλεί όμως. Περιμένει να πέσει κι η άλλη μπότα, να γυρίσει από τ’ άλλο πλευρό και να κοιμηθεί. Εν τω μεταξύ όμως ο αξιωματικός αντιλήφθηκε την αταξία του, έβγαλε το άλλο του υπόδημα, τ’ απίθωσε προσεχτικά στο πάτωμα, δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Πού να ξέρει όμως ο Κοντυλάκης τι έγινε! Περιμένει, περιμένει το δεύτερο βρόντο, τίποτα. Τότες ξεσπά δυνατά: -Πέταξε, μωρέ κερατά, και την άλλη για να ησυχάσω!!

ΝΙΚ. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ πρόλογος στο βιβλίο του ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ «ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ»

Ιωάννης Κονδυλάκης (1862-1920)

  

 

Αρχική σελίδα

 

 

 

Σχολιάστε