Παναγιώτης Κανελλόπουλος

“Δεν πρέπει να είναι Έλληνες”

Η Νίτσα Κανελλοπούλου, σύζυγος του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, θυμάται τη σύλληψή του από τους χουντικούς:

Εκείνο το χάραμα της 21ης Απριλίου θα μου μείνει αξέχαστο. Όρμησαν τέσσερις μέσα στο δωμάτιο. “Δεν πρέπει να είναι Έλληνες είπα στον Παναγιώτη, γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως δικοί μας άνθρωποι συμπεριφέρονταν έτσι.

από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ)
“ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ 

 

“Για να σώσει το Έθνος”

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος θυμάται τη σύλληψή του από τη χούντα:

Στο Πεντάγωνο που με πήγαν είδα μια ακαταστασία. Λοχαγοί και Ταγματάρχες σε έξαψη. Ανεβοκατέβαιναν, κτυπούσαν τις πόρτες, φώναζαν. Μόνο επιτελείο δεν θύμιζε. Πλήρης απειθαρχία. Με έβαλαν σε ένα γραφείο που ήταν κοντά στην είσοδο και βλέπω μέσα τον Αρμπούζη τον στρατηγό, που ήταν αρχηγός επιτελείου. Τον είχαν όρθιο με τέσσερις λοχαγούς δίπλα του. Ήξερα πως δεν ήταν άνθρωπος που κάνει κινήματα. Μου είπε ότι τον είχαν και αυτόν συλλάβει. Τότε απευθύνθηκα στους λοχαγούς που κρατούσαν όλοι αυτόματα και τους είπα: “Εσείς δεν γνωρίσατε ποτέ πεδίο μάχης. Ο στρατηγός έχει πολεμήσει, πρέπει να ντρέπεστε”. Κατέβασαν τα όπλα. Σε λίγο παρουσιάστηκε ένας σιδηρόφρακτος ταξίαρχος. Ήταν ο Παττακός. Πολύ κωμικός με κράνος. Σε διαβεβαιώ, πως αν δεν ήταν τέτοια η περίσταση θα έκανα πολύ χιούμορ. Το πρόσωπό του ήταν τέτοιο που σου προξενούσε γέλια.
Με ύφος περίεργο μου είπε ότι κινήθηκε ο στρατός για να σώσει το Έθνος. Τον ρώτησα από ποιον και άρχισε να τα μασάει. “Είμαι υπό κράτηση;” τον ξαναρώτησα. “Όπως βλέπετε, ναι” μου απάντησε και έφυγε, χωρίς να μου δώσει άλλη εξήγηση.

από το βιβλίο της ΝΙΤΣΑΣ ΛΟΥΛΕ (ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ)
“ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ” Εκδόσεις ΕΙΡΗΝΗ ΕΠΕ

 

Παναγιώτης Κανελλόπουλος: αγνοούσα…
από μια συζήτηση με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο

Από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου, είχα συνδέσει το όνομά του με τη Δεξιά. Υπήρξε και εποχή που τον τοποθετούσα στην ακραία Δεξιά. Την αντικομουνιστική και μόνο. Και βέβαια, ρόλο σ’ αυτό είχε παίξει η δήλωση που του αποδίδεται για τη Μακρόνησο – το νέο Παρθενώνα.

Το 1949, εξομολογείται, που ανέλαβα το Υπουργείο Στρατιωτικών, αγνοούσα την ύπαρξη της Μακρονήσου. Και σίγουρα αγνοούσα τα βασανιστήρια που είχαν γίνει εκεί. Φαίνεται πως μια νύχτα συνέβησαν φοβερά πράγματα. Εξ ου και το ποίημα του Ρίτσου για τους κουλούς, τους κουτσούς και τους νεκρούς… Το σίγουρο είναι πως έπρεπε, τότε, να λειτουργήσει ένα στρατόπεδο, ειδικά για αριστερούς που δεν ήθελαν να πολεμήσουν εναντίον των συντρόφων τους. Στρατιώτες ήσαν και όφειλαν να υπηρετήσουν. Άλλο όμως στρατόπεδο και άλλο τόπος βασανιστηρίων. Φαίνεται πως μερικοί θα προκαλούσαν. Και φαίνεται, επίσης, πως μερικοί από την άλλη μεριά, σαν τον Ιωαννίδη, θα βασάνιζαν χωρίς λόγο. Όλα αυτά τα έμαθα πολύ αργότερα. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια… Πάντως, τώρα που με ξαναρωτάτε, δεν θυμάμαι να είπα ποτέ τη φράση που μου αποδίδουν. Θυμάμαι, αντίθετα, ότι, όταν ένας στρατηγός έκανε εκτεταμένες προληπτικές  συλλήψεις στην  Πελοπόννησο κι έστειλε τους συλληφθέντες στη Μακρόνησο, πήγα ο ίδιος στο νησί, τους μίλησα, διέταξα να απολυθούν και έβαλα και την μπάντα της Μεραρχίας να παιανίζει στον Ισθμό καθώς περνούσαν.
(…)

Βασιλόφρονας ως το 1923 και έκτοτε αντιβασιλικός, ακαδημαϊκός από το 1959, δύο φορές πρωθυπουργός και αναρίθμητες υπουργός, ιδρυτής του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος και της ΠΕΑΝ στην Κατοχή, έχει τόσα να πει και δεν ξέρεις τι να πρωτοκρατήσεις στο σημειωματάριό σου – τα πάντα είναι εξόχως ενδιαφέροντα.

Η πρώτη αντιβασιλική μου εκδήλωση έγινε το 1935 με δύο άρθρα που έγραψα στην Ακρόπολη. Έβλεπα τότε ότι επίκειται να επιστρέψει ο βασιλιάς με πραξικόπημα, μετά το κίνημα, και αντέδρασα. Όπως και το 1943, που ήρθαν και με βρήκαν στο Κάιρο ο Καρτάλης, ο Ρούσσος, ο Τζήμας και ο Τσιριμώκος για την υπογραφή πρωτοκόλλου περί μη επιστροφής του βασιλιά στην Ελλάδα, χωρίς δημοψήφισμα. Και το υπέγραψα. Αλλά παρενέβησαν οι Άγγλοι, ο Τσώρτσιλ, και το πρωτόκολλο δεν τηρήθηκε. Αν είχε τηρηθεί, ίσως να μην είχε συμβεί η τραγωδία του Εμφυλίου πολέμου…

απόσπασμα από συνέντευξη που έδωσε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 18/4/1981
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ “ΖΩ ΑΠΟ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ” Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

 

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σχολιάζει τις «Επιστολές προς ένα νεαρό ποιητή» του Ρίλκε:

Ο νεαρός ποιητής θάγραψε, όπως φαίνεται, στον Ρίλκε, ότι έχασε πια μέσα του το Θεό. Κι’ ο Ρίλκε του λέει: “Μήπως τα πράματα είναι τάχα αλλιώς και μήπως δεν τον είχατε (το Θεό) ποτέ στην κατοχή σας; Και άλλωστε, πότε τάχα μπορεί να είχε συμβεί αυτό; Νομίζετε τάχα ότι μπορεί να έχει στην κατοχή του ένα παιδί Εκείνον, που και οι άντρες μόνο με κόπο τον κρατάνε και που το βάρος του συνθλίβει και τους γέροντες;…Γιατί δεν προτιμάτε να σκεφθήτε ότι (ο Θεός) είναι ακριβώς ο Ερχόμενος, που μέλλει ήδη από τον αιώνα των αιώνων να ρθει, ότι είναι ο Μελλοντικός, ότι είναι ο τελειωτικός καρπός ενός δέντρου που φύλλα του είμαστε εμείς; Τι σας εμποδίζει να μεταθέσετε τη γέννησή του στους χρόνους που είναι υπό δημιουργίαν, και να ζήσετε τη ζωή σας σα μιαν οδυνηρή και όμορφη μέρα μεσ’ στην ιστορία μιας μεγάλης εγκυμοσύνης;” Ας μη συνεχίσουμε τα υπέροχα αυτά ερωτήματα (τα παιδαγωγικά θετικώτατα) που διατυπώνει ο Ρίλκε, και που δεν είναι βέβαια ερωτήματα και αμφιβολίες, παρά είναι μερικές από τις θετικώτερες βεβαιότητες που έχουν ως τώρα διατυπωθεί. Ο παιδαγωγός Ρίλκε είναι τόσο μεγάλος όσο κι’ ο ποιητής. Και δε μπορούσε νάναι αλλιώς. Η αληθινή ποίηση είναι η μεγαλύτερη παιδεία: είναι παιδεία ζωής και θανάτου.

απόσπασμα από την “Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος”
Νέα Εστία (1 Δεκ. 1941), τχ. 354, 847-850.
αντιγραφή από το http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html

 

Π. Κανελλόπουλος: Έχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από μια διήγηση του Γιάννη Γουδέλη, εκδότη του Καζαντζάκη:

Υστερα απ’ αυτό, πήγα να επισκεφτώ τον Καζαντζάκη, διότι επρόκειτο να πάρω τα χειρόγραφα του «Τελευταίου Πειρασμού», του πιο αντίθετου προς την εποχή, και ιδιαίτερα προς την Εκκλησία, έργου. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στην Αντίμπ. Του είπα: Εξέδωσα το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», έχουμε αυτές τις αντιδράσεις, μας απειλούν· δεν με πειράζει. Ομως τώρα μου δήλωσαν καθαρά και ξάστερα στην Ιερά Σύνοδο ότι θα με αφορίσουν και δεν με πειράζει, δεν ήρθα να σας πω αυτό το πράγμα, αλλά δεν θα μπορέσει να προχωρήσει. Με κοιτάζει λοιπόν ο Καζαντζάκης πίσω απ’ τα γυαλιά του και μου λέει: «Αυτή ήταν η γενναιότητά σου; Θα τα σταματήσεις;» Σηκώνομαι και φεύγω κατευθείαν. Με κυνηγούσε: «Εγώ εδώ το έχω το χειρόγραφο, αν θες το παίρνεις». Το παίρνω, υπογράψαμε ένα συμπληρωματικό συμβόλαιο και ήρθα στην Αθήνα. Πήγα στο τυπογραφείο των αδελφών Ρόδη και έδωσα να τυπώνουν το έργο. Είχα την προνοητικότητα να μην δώσω τα πρώτα κεφάλαια, οπότε όταν θα τελείωνε το έργο, τότε θα τυπωνόταν: Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Τελευταίος Πειρασμός», το πρώτο τυπογραφικό, και κατευθείαν θα οδηγείτο στην αγορά. Κατά σύμπτωση, στο ίδιο τυπογραφείο τύπωνε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος το βιβλίο μεταφυσικής «Προλεγόμενα» και τα τυπογραφικά του Καζαντζάκη βρισκόντουσαν δίπλα. Ο Κανελλόπουλος, άνθρωπος πνευματικός, ήξερε τι ήταν· μόλις το είδε και το κοίταξε καλά καλά κατάλαβε και φωνάζει τον φίλο του τον Ρόδη και του λέει: «Εχεις υπόψη σου τι τυπώνεις;». «Ενα βιβλίο του Γουδέλη». «Βρε τι ένα βιβλίο, είναι γι’ αυτό που χαλάει ο κόσμος, έτσι και έτσι». «Τι;» λέει ο Ρόδης, «Παναγία μου, είναι αυτό που γράφουν οι εφημερίδες;». Ερχεται, λοιπόν: «Ελα, πάρε γρήγορα απ’ το τυπογραφείο μου τα αφορισμένα βιβλία, δεν θέλω ούτε να με πληρώσετε». «Κάτσε, ρε χριστιανέ μου, σε έχω πληρώσει, αλλά να σου πληρώσω και οτιδήποτε πρόσθετα». «Τίποτα, για ένα βιβλίο να κάψω εγώ το εργοστάσιό μου;».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ (1919-1999)
«ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 27/7/2007

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, στο έργο του “Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος”, παρουσιάζει μια άγνωστη πτυχή της ζωής του Λόρδου Μπάιρον.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1812, η Βουλή των Λόρδων συζητούσε ένα κρίσιμο νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο αυτό (γνωστό ως “The Frame-Work Bill”) πρόβλεπε αυστηρές ποινές, ακόμα και την ποινή του θανάτου, για τους εργάτες, που -χάνοντας τη δουλειά τους, το ψωμί τους, με την πρόοδο της τεχνικής- ξεσηκώνονταν και έσπαζαν τις μηχανές. Είχαν σημειωθεί ήδη πολλά δραματικά επεισόδια, και ο ίδιος ο Μπάιρον είχε παρακολουθήσει, όταν πρόσφατα βρισκόταν στο Νιούστεντ, φοβερές και αιματηρές σκηνές στην περιοχή του Νόττινχαμ, όταν οι άνεργοι των κλωστοϋφαντουργείων, που με την εισαγωγή νέων εργαλείων είχαν χάσει τη δουλειά τους, ξεσηκώνονταν σχεδόν κάθε μέρα και αντιμετώπιζαν τις ξιφολόγχες, τις σπάθες του ιππικού ή και τα πυρά όχι μόνο της Εθνοφυλακής, αλλά και συνταγμάτων του τακτικού στρατού, που μετακινήθηκαν προς την περιοχή εκείνη. Πολλές μηχανές είχαν καταστραφεί, αλλά και άφθονο αίμα απελπισμένων ανέργων είχε χυθεί. Στις 27 Φεβρουαρίου, όταν η Βουλή των Λόρδων θα συζητούσε το νομοσχέδιο σε δεύτερη ανάγνωση (for the second reading), ο Μπάιρον εγέρθηκε και μίλησε. Είχε προσυνεννοηθεί με τον λόρδο Χόλλαντ, έναν από τους ηγέτες των Ουίγων (Whigs). Του είχε απευθύνει μάλιστα, στις 25 Φεβρουαρίου, μιαν επιστολή, δηλώνοντάς του με πολύ σεβασμό ότι αν του συνιστούσε να τροποποιήσει τον λόγο του ή και να μην μιλήσει διόλου, θα ‘ταν πρόθυμος να συμμορφωθεί με τη σύσταση. Στην επιστολή αυτή λέει ότι με την εισαγωγή των νέων μηχανών “ένας εκτελεί την εργασία εφτά ανθρώπων -έξι πετάγονται έτσι έξω”, τονίζει (αυτό θα το επαναλάβει και στο λόγο του), ότι το προϊόν είναι τώρα πολύ κατώτερο σε ποιότητα, με αποτέλεσμα “τον πλουτισμό λίγων μονοπωλιστών” και διατυπώνει την επιγραμματική φράση:

“…όσο κι αν μας χαροποιεί κάθε βελτίωση στις (παραγωγικές) τέχνες, που μπορεί να είναι ευεργετικές για το ανθρώπινο γένος, δεν πρέπει να επιτρέψουμε να θυσιάζεται το ανθρώπινο γένος στις μηχανές”.

Ο λόρδος Χόλλαντ δεν εμπόδισε τον Μπάιρον να εκφωνήσει τον λόγο του. Ο παρθενικός αυτός λόγος του (δεν μίλησε στη ζωή του παρά ελάχιστες ακόμα φορές στη Βουλή των Λόρδων) ήταν καλά προετοιμασμένος και προκάλεσε αίσθηση. Παραθέτουμε τις καλύτερες φράσεις του λόγου:

“Ονομάζετε τους ανθρώπους αυτούς όχλο (a mob), απελπισμένο, επικίνδυνο και αγράμματο· και μοιάζετε να σκέπτεστε ότι ο μόνος τρόπος να ηρεμήσει η “Bellua multorum capitum” (το “ζώο με τις πολλές κεφαλές”) είναι να κρεμάσετε μερικές από τις κεφαλές αυτές. Αλλά ακόμα κι ένας όχλος μπορεί καλύτερα να μπει στον δρόμο της λογικής μ’ ένα κράμα διαλλακτικού πνεύματος και σταθερού χεριού παρά με πρόσθετο εξερεθισμό και αυξημένες ποινές. Έχουμε, τάχα, συνειδητοποιήσει τι οφείλουμε σ’ αυτόν τον όχλο; Είναι ο όχλος που δουλεύει στους αγρούς σας και υπηρετεί στα σπίτια σας -που επανδρώνει τον στόλο σας και προμηθεύει άνδρες στον στρατό σας- που σας έκαμε ικανούς να αψηφήσετε ολόκληρο τον κόσμο, και που μπορεί, επίσης, να αψηφήσει και σας, όταν η παραμέληση και η δυστυχία θα τον οδηγήσει σε απόγνωση! Ονομάστε, αν θέλετε, τους ανθρώπους αυτούς όχλο· αλλά μην ξεχνάτε ότι ένας όχλος εκφράζει πολύ συχνά τα αισθήματα του λαού”.

Οι φράσεις αυτές είναι βαρυσήμαντες. Είναι -άσχετα από την ειδική περίσταση, που προκάλεσαν τη σύλληψη και διατύπωσή τους- ισχυρές για όλους τους καιρούς και όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ”

Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ – ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

.

Το περιστατικό  που περιγράφει παρακάτω, στην επιστολή προς τον Πολύβιο¹, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συνέβη το 184 π.Χ., λίγα χρόνια πριν από την οριστική κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.

Αισθάνθηκες μεγάλη υπερηφάνεια για τον πατέρα σου, όταν ήσουν δεκάξι περίπου ετών. Τέσσερα χρόνια πριν, ο Φιλοποίμην² είχε μπει νικητής στη Σπάρτη, γκρέμισε τα τείχη της που είχαν πρόσφατα ανεγερθεί από τυράννους, κατάργησε τους παλαιούς νόμους και την «Λυκούργειον αγωγήν» και υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να γίνουν μέλη του Αχαϊκού Κοινού. Η Σπάρτη ζήτησε τη βοήθεια της Ρώμης που η προστασία της επάνω στην Ελλάδα ήταν ένα πραγματικό γεγονός μετά την ήττα του Φιλίππου του πέμπτου στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών. Κι άρχισε μια έντονη αντιδικία μεταξύ Σπάρτης και Αχαϊκού Κοινού με τη Ρώμη ως ανώτατο διοικητή. Οι φάσεις της αντιδικίας ήταν πολλές. Η μια απ’ αυτές, η κρισιμότερη, σημειώθηκε τη χρονιά που είχε εκλεγεί στρατηγός (δηλαδή ανώτατος λειτουργός) του Αχαϊκού Κοινού ο πατέρας σου. Το καλοκαίρι της χρονιάς εκείνης –όταν εσύ ήσουν δεκάξι περίπου ετών- παρουσιάσθηκαν στη σύνοδο του Αχαϊκού Κοινού λεγάτοι της ρωμαϊκής συγκλήτου με επικεφαλής τον Άππιο Κλαύδιο που ήταν, στο προηγούμενο έτος, ένας από τους δυο υπάτους. Τη σκηνή περιγράφει ο Τίτος Λίβιος και τους λόγους του Ρωμαίου και του πατέρα σου τους διαβάζω στη λατινική γλώσσα. Ο Άππιος Κλαύδιος μίλησε πολύ αυστηρά. Κατηγόρησε δριμύτατα τους Αχαιούς. Τότε εγέρθηκε και απάντησε ο πατέρας σου³. Και απάγγειλε τον αξιοπρεπέστερο λόγο που, αφότου η Ελλάς είχε ουσιαστικά πάψει νάναι ανεξάρτητη, άκουσε Ρωμαίος από τα χείλη Έλληνος. Αφού δικαιολόγησε τη συμπεριφορά του αγαπητού του φίλου Φιλοποίμενος απέναντι της Σπάρτης –τα τείχη της Σπάρτης, ετόνισε, «δεν τα έχτισε ο Λυκούργος, αλλά χτίστηκαν, εδώ και λίγα χρόνια (από τυράννους), για να καταλυθεί ακριβώς η αγωγή του Λυκούργου»- άλλαξε τόνο και είπε: «Γνωρίζω, Άππιε Κλαύδιε, ότι ο λόγος που ως τη στιγμή αυτή απάγγειλα δεν είναι λόγος συμμάχων προς συμμάχους, αλλά είναι μια αντιλογία δούλων προς τους κυρίους». Ύστερ’ από την οδυνηρή αυτή παραδοχή, που την έκαμε ο πατέρας σου όχι για να σκύψει το κεφάλι του, αλλά για να το σηκώσει, με σεμνή πάντως υπερηφάνεια, ακόμα περισσότερο, είπε ότι, αν η συμμαχία και η «amicitia» Ρωμαίων και Αχαιών ίσχυε κι από τις δυο μεριές εξίσου, θάπρεπε νάχει κι αυτός –ο πατέρας σου- το δικαίωμα, όπως τόχουν οι Ρωμαίοι που ελέγχουν τη συμπεριφορά των Αχαιών απέναντι της Σπάρτης, να ρωτήσει τι είχαν κάμει οι Ρωμαίοι όταν εκυρίευσαν την Καπύη (27 χρόνια πριν, την ώρα που ο Αννίβας την άφησε απροστάτευτη για να εμφανισθεί ξαφνικά προ των πυλών της Ρώμης). Το λόγο του τον έκλεισε ο πατέρας σου με τις λέξεις: «Σας σεβόμαστε βέβαια, ω Ρωμαίοι, και –αν το επιθυμείτε έτσι- σας φοβόμαστε επίσης, αλλά και σεβόμαστε και φοβόμαστε τους αθάνατους θεούς περισσότερο».

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ


¹Πολύβιος (203-120 π.Χ.): Έλληνας ιστορικός από τη Μεγαλόπολη.

²Φιλοποίμην (253-183 π.Χ.): Στρατηγός και πολιτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Καταγόταν από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας. Ονομάστηκε Έσχατος των Ελλήνων γιατί μετά από αυτόν δεν υπήρξε άλλος αξιόλογος Έλληνας ηγέτης.

³Λυκόρτας: Στρατηγός των Αχαιών, πατέρας του Πολύβιου.

 

Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Π. Κανελλόπουλος: Στοχασμοί γύρω από το ’21

Π. Κανελλόπουλος: Το ιστορικό νόημα του ελληνικού έθνους

11 παραθέματα από το έργο του Π. Κανελλόπουλου

 

Αρχική σελίδα

Σχολιάστε