Παύλος Νιρβάνας

Αναζητώντας τη γυμνή αλήθεια:

Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες ημέρες. Προχθές η τύχη τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε επιτύχει το σκοπό του.

-Τη βρήκατε; τον ερώτησα.

-Τη βρήκα επιτέλους… μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Τη βρήκα, αλλά δεν ήτανε γυμνή. Απεναντίας. Φορούσε απάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή. Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως είναι η Αλήθεια.

-Από πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά, την ερώτησα σαστισμένος. Σε ήξερα πάντα γυμνή.

-Λάθος κάνετε, κύριε… μου αποκρίθηκε. Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο.

-Από σεμνότητα;

-Όχι από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε.

-Ώστε η φήμη της περίφημης γύμνιας σας;

-Πρόληψη, καθαρή πρόληψη, κύριε.

-Κι εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή;

-Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα.

Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν. «Θέλω, της είπα, να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια». Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω. «Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι… μου είπε. Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου».

Αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

απόσπασμα από το χρονογράφημά του «Η ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ»

περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 258

.

Το πιο μάταιο πράμα του κόσμου είναι να δίνει κανείς μια συμβουλή, όταν του τη ζητάει ένας ερωτευμένος.

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ»

 

Κρύβεται ποτέ η ευτυχία; Μόνον η θλίψις προσπαθεί να κρυφθή. 

“Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ” 

  

-Τα χρήσιμα δώρα είναι τα καλύτερα ή τα ανωφελή; ρώτησαν κάποτε ένα ποιητή.
-Τα χρήσιμα βέβαια… αποκρίθηκε.
-Και ποια θεωρείτε χρησιμότερα απ’ όλα; του ξαναείπαν.
Και ο ποιητής έδωκε τον ορισμό των χρησίμων πραγμάτων:
-Εκείνα, είπε, που δεν χρησιμεύουν σε τίποτε.

απόσπασμα από χρονογράφημα του ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 73, 1/1/1930

 
«Η μεγαλυτέρα ευφυϊα»

Εις το ναυτοδικείον Πειραιώς κατεδείχθη περιτράνως προχθές η αξία της κουταμάρας. Ένας ναύτης, κατηγορούμενος επί υπεξαιρέσει, ηθωώθη διότι ο μηνυτής του επιβεβαίωσε το δικαστήριον ότι ήτο κουτός, ο δυστυχής. -Είσαι πράγματι κουτός; τον ερώτησεν ο πρόεδρος. -Είμαι, κύριε πρόεδρε! απήντησεν, υπερηφάνως, ο κατηγορούμενος. Το ότι το εβεβαίωσε και ο ίδιος θα ήτο, βεβαίως, λόγος να μην αθωωθή. Διότι δεν υπάρχει μεγαλυτέρα ευφυϊα από το να ομολογήση κανείς ότι είναι κουτός.

«O TEMPORA, O MORES» από το βιβλίο του ΜΙΧΑΛΗ ΠΕΡΑΝΘΗ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ 1453 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ» Εκδόσεις ΕΡΓΩΝ ΠΕΡΑΝΘΗ

 

Ξένη κυρία, περαστική απ’ τον τόπο μας, τις ημέρες της τελευταίας βαρυχειμωνιάς, μου εμπιστεύθηκε μια περίεργη κάπως παρατήρησή της:
-Οι Έλληνες, μου είπε, δεν ξέρετε να κρυώνετε. Δε σας αδικώ γι’ αυτό, γιατί το θαυμάσιο κλίμα σας δε σας δίνει συχνά ευκαιρίες να μάθετε να κρυώνετε. Το γεγονός όμως είναι ότι, άντρες και γυναίκες, κρυώνετε πολύ άσχημα. (…) Εννοώ τους καλοντυμένους ανθρώπους, τους άντρες με τα χοντρά παλτά, τα χνουδωτά κασκόλ και τα φουρέ γάντια, όπως και τις γυναίκες με τα βαριά γουναρικά.
-Και βρίσκετε πως κρυώνουν άσχημα;
-Απαίσια, κύριε. Το κρύο τους κάνει κωμικούς. Στο βάδισμά τους, στη στάση τους, στα κινήματά τους, έχουν κάτι φοβισμένο, θλιβερά μισοκακόμοιρο, σα να τους οδηγούν στο ικρίωμα. Περπατούν σκυφτοί, με τους ώμους σηκωμένους, με το σώμα συμμαζεμένο μέσα στα ρούχα τους που χάνουν το σχήμα τους , με βλέμματα εκστατικά και απλανή. Είναι οι νικημένοι του κρύου. Τους λείπει απλούστατα η ωραία υπερηφάνεια, που μ’ αυτήν αντιμετωπίζουν οι βόρειοι λαοί την εχθρότητα των στοιχείων. (…)
Καθώς ανεβαίναμε την οδό Σταδίου, με το άγριο ξεροβόρι της παγερής δεκεμβριανής ημέρας, δύο νέοι, που το κρύο τους είχε μεταμορφώσει σε εκατόχρονους γέρους, καθώς περνούσαν σκυφτοί με τα κεφάλια τους χωμένα στους ώμους των, είπαν τουρτουρίζοντας ο ένας στον άλλον: «Κρύο – καιρός για δύο».
-Τι είπαν οι δύο αυτοί θλιβεροί νέοι; με ρώτησε με περιέργεια η ξένη κυρία.
Της εξήγησα, όσο μπορούσα καλύτερα τη φράση.
 Είναι μια συνηθισμένη φράση στη γλώσσα μας… της πρόσθεσα.
Άργησε να μπει στο νόημα. Ύστερα από λίγο με ρώτησε:
-Θέλετε να πείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι, στον ωραίο αυτόν τόπο, που θεωρούν τον θείον έρωτα ως μέσο για να ζεσταίνεται κανείς το χειμώνα;
-Απάνω κάτω, δηλαδή, αυτό εννοούν, κυρία μου.
Η ξένη κυρία έβγαλε το καρνέ της και σημείωσε βιαστικά λίγες λέξεις. Δεν μπόρεσα να διακρίνω τι ακριβώς σημείωσε. Ίσως θα το δούμε κάποτε στο βιβλίο που πρόκειται να γράψει για την Ελλάδα.

απόσπασμα από χρονογράφημα του Π. Νιρβάνα στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 169, 1/1/1934

 

Σεβαστή διαμάχη

Όλα ξεκίνησαν με ένα χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα στη Νέα Εστία (1/3/1934), στο οποίο ο Νιρβάνας διατύπωνε αντιρρήσεις για την προσφώνηση “σεβαστός”, την οποία χρησιμοποιούσαν αρκετοί συνάδελφοί του όταν απευθύνονταν στον ίδιο:

Ένας αγαπητός -όχι σεβαστός- συνάδελφος μούλεγε αυτές τις μέρες:
-Δεν καταλαβαίνω τι έχουν πάθει όλοι οι συγγραφείς που μου κάνουν την τιμή να μου στέλνουν τα βιβλία τους, και με γράφουν στην αφιέρωσή τους “σεβαστό”. Κι αυτό δε συμβαίνει τώρα μόνο που έχω, τελοσπάντων, κάποια ηλικία. Γινότανε και όταν ήμουν πολύ νεώτερος. Και δεν είναι μόνο παιδιά που με γράφουν “σεβαστό”. Με γράφουν έτσι και αρκετοί ηλικιωμένοι. Ακόμα και συνομήλικοί μου. Αλλά τι θα πη “σεβαστός”, σε παρακαλώ; Και τι θέλουν να μου δείξουν όλοι αυτοί οι κύριοι, γράφοντάς με “σεβαστό”; Θέλουν να με περιποιηθούν ή να με κολακέψουν; Ποιος κολακεύεται, όμως, όταν του θυμίζουν τα χρόνια του; Διότι τα χρόνια σου σού θυμίζει εκείνος που σε τιτλοφορεί “σεβαστό”. Και ο Μαθουσάλας ακόμα αμφιβάλλω πολύ αν θα δεχόταν ευχαρίστως τον αμφίβολον αυτόν τίτλο. Και όμως όλοι αυτοί οι κύριοι επιμένουν στο “σεβαστός”, σα να χάθηκαν όλα τα άλλα επίθετα. Φαντάζονται πως κάνουν μια φιλοφρόνηση, ενώ, απλούστατα, χωρίς να το καταλαβαίνουν, κάνουν μια γαϊδουριά.
(…)
Το περίεργο όμως -το μεγάλο περίεργο- είναι ότι γίνεται τόση κατάχρηση σεβασμού σ’ έναν τόπο όπου ο σεβασμός είναι άγνωστος. Σ’ έναν τόπο που δεν υπάρχει κανένας πραγματικός σεβασμός ούτε σε πρόσωπα, ούτε σε πράγματα, ούτε σε αρχές, ούτε σε ιδέες, ούτε σε τίποτε αξιοσέβαστο όλα είναι “σεβαστά”.

από το χρονογράφημα του ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 173, 1/3/1934

 

Ο Κώστας Ουράνης θεώρησε τον εαυτό του θιγμένο από το παραπάνω χρονογράφημα και στο επόμενο τεύχος απάντησε στον Παύλο Νιρβάνα, γράφοντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Τιτλοφόρησα κι εγώ τον κ. Νιρβάνα “σεβαστό φίλο”, τόσο σε μια αφιέρωση βιβλίου μου όσο και σ’ ένα μου γράμμα στη “Νέα Εστία” σχετικό με τον Λεμπέγκ. Ομολογώ δε ότι εφανταζόμουν πως έκανα μια φιλοφρόνηση. Το χρονογράφημά του όμως δε μ’ έπεισε ότι έκανα μια γαϊδουριά.
Αν ο τίτλος του “σεβαστού” ενοχλεί τόσο πολύ τον κ. Νιρβάνα, γιατί του φέρνει την πικρόχολη σκέψη, ότι δεν είναι πια νέος, δε σημαίνει ότι το επίθετο αυτό περιέχει στην ουσία του την έννοια του “ηλικιωμένου”. Σεβαστός λένε τα λεξικά είναι ο ά ξ ι ο ς σεβασμού.
(…)
Ανεξαρτήτως όλων αυτών, η ενόχληση του κ. Νιρβάνα από τον τίτλο του “σεβαστού”, μου μένει ακατανόητη και για ένα άλλο λόγο. Του θυμίζει, γράφει τα χρόνια του. Τα χρόνια όμως δεν είναι ζήτημα μνήμης ώστε να δικαιολογείται η ενόχληση και η μελαγχολία του γιατί του τα θυμίζουν. Τα χρόνια μας τα ξέρουμε ο καθένας μας. Το ζήτημα είναι αν τα αισθανόμαστε απάνω μας ή αν δεν τα αισθανόμαστε. Και αν μεν τα αισθανόμαστε οι ίδιοι, δεν είναι η υπόμνηση αυτό που θα μας προσθέσει το βάρος τους. Αν πάλι δεν τα αισθανόμαστε, ούτε και τότε η υπόμνηση προσθέτει τίποτα. Απομένει δε ως μόνη εξήγηση ότι ο φίλος κ. Νιρβάνας, όπως άλλωστε κι εγώ που του απαντώ, βρήκε στο ζήτημα αυτό, απλούστατα, άλλο ένα θέμα για χρονογράφημα.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 174, 15/3/1934

 

Σειρά του Παύλου Νιρβάνα να απαντήσει, στο τεύχος 175 (1/4/1934), τελειώνοντας όμως ευτυχώς τη διαμάχη με έναν ιδιαίτερα συμφιλιωτικό επίλογο.

Ήθελα να ξέρω τι καταγίνεται ν’ αποδείξη στο τελευταίο του απαντητικό χρονογράφημα ο “σεβαστός” μου -αφού του αρέσει- φίλος και συνάδελφος κ. Κώστας Ουράνης. Θέλει να αποδείξη ότι τα αντίστοιχα του “σεβαστός” υπάρχουν και στα ξένα λεξικά; Ότι “σεβαστός” σημαίνει άξιος σεβασμού; Ότι “σεβαστός” λεξικογραφικώς δεν σημαίνει γέρος; Ότι ο Ρακίνας, οι Πορτογάλοι και οι Κινέζοι μεταχειρίζονται τη φράση “με σεβασμό” όταν απευθύνονται σε βασιλικά πρόσωπα και διάφορες εξοχότητες; Τον ευχαριστώ για την ειδοποίηση. Λυπούμαι μόνο για τον κόπο που έλαβε ν’ αποδείξη τα αυταπόδειχτα. Γιατί δεν υπάρχει ματαιότερος κόπος από το να βιάζη κανείς, όπως λένε και οι συμπατριώτες του Ρακίνα, ανοιχτές θύρες.
Ωρισμένως, δεν καταλαβαινόμαστε. Αν δεν κάνω λάθος, τίποτε από όλα αυτά τα ωραία και θεάρεστα πράγματα, που καταγίνεται ν’ αποδείξη με ντοκουμέντα, παραπομπές και τσιτάτες, ο “σεβαστός” μου κ. Ουράνης, δεν αρνήθηκα στα γραφόμενά μου. Δεν είμαι ούτε τόσο ηλίθιος, ούτε τόσο αγράμματος. Το νόημα των γραφομένων μου, διατυπωμένο καθαρά, με τύπο συμπεράσματος για τους χοντροκέφαλους, ήταν ότι, σ’ έναν τόπο όπου δεν υπάρχει πραγματικός σεβασμός για τίποτε, γίνεται τόση κατάχρηση του όρου “σεβαστός”. Ή μήπως δεν γίνεται; Σε κάθε περίσταση, που άλλοι όχι λιγότερο από μάς πολιτισμένοι λαοί, ενώ έχουν στα λεξικά τους τη λέξη “σεβαστός” -αυτό που καταγίνεται ν’ αποδείξη ο κ. Ουράνης- μεταχειρίζονται τους όρους cher, dear, carro, lieben, εμείς μεταχειριζόμαστε αράδα το “σεβαστός”.
(…)
Αυτά όμως, όπως είπα, φέρνει ο σεβασμός. Ο καλός μου Ουράνης μ’ αγαπούσε μια φορά. Είχαμε γνωριστή σε πονεμένες ημέρες. Και είχαμε, για καιρό, και μια τρυφερή αλληλογραφία. Άξαφνα άρχισε να με “σέβεται”. Και, από τη στιγμή που του έγινα “σεβαστός”, με πήρε ο Διάβολος της κριτικής του. Τώρα του προτείνω ένα φιλικό συμβιβασμό: Να πάρει πίσω το “σεβασμό” του και να μου ξαναχαρίση την αγάπη του. Τη δική μου δεν έπαυσε ποτέ -quand même- να την έχη.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 175, 1/4/1934

 

Παύλος Νιρβάνας (1866-1937)

Ενδιαφέρουσες συνδέσεις:

Αποσπάσματα από έργα του Π. Νιρβάνα

Ποιήματα και διηγήματα του Π. Νιρβάνα

16 τετράστιχα του Π. Νιρβάνα

Ο Π. Νιρβάνας γράφει στο περιοδικό «Νέα Εστία» πώς τράβηξε τη μοναδική φωτογραφία του Α. Παπαδιαμάντη

Βιογραφικό και απόσπασμα από το έργο του «Ιστορία ενός εγκλήματος»

«Η Αντίκα», διήγημα του Π. Νιρβάνα

«Χριστός Ανέστη», διήγημα του Π. Νιρβάνα

Άρθρο του Π. Νιρβάνα για την ίδρυση του περιοδικού «Τέχνη»

Π. Νιρβάνας: Γλωσσική αυτοβιογραφία

3 αποφθέγματα του Π. Νιρβάνα

 

 

 

Αρχική σελίδα 

Σχολιάστε