Μαρίκα Κοτοπούλη


Μαρίκα Κοτοπούλη (1887-1954)

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να είδε την Μαρίκα Κοτοπούλη στο θέατρο και να μην εξέφρασε το θαυμασμό του. Μια μικροκαμωμένη γυναίκα, με τόσο ταλέντο και τόσο σπάνια φωνή, «νέγρικη» την ονόμαζε ο Τσαρούχης. Όμως, πέρα απ’ το ταλέντο της, δεν υπάρχει επίσης άνθρωπος -ηθοποιός, συνεργάτης ή θαυμαστής- που να είπε κάτι κακό για αυτήν, που να εκστόμισε το παραμικρό παράπονο για την προσωπικότητά της.

Ο Γιάννης Τσαρούχης θυμάται την Μαρίκα Κοτοπούλη:

Είχα την τιμή και την ευτυχία να δουλέψω με την Μαρίκα Κοτοπούλη ως σκηνογράφος σε μερικά έργα που ανέβασε. Στην «Κυρία δε με μέλλει» του Σαρντού, στην «Ελισσάβετ» του Ζωσαί, που έκανα και τα κοστούμια, στην «Κάντιτα» του Μπέρναρ Σω, και στην «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Πέντε μέρες πριν πεθάνει την επισκέφτηκα ύστερα από πολλούς μήνες που είχα να την δω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε το καλοκαίρι που ερχόταν στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους. Στην «Κυρία δε με μέλλει» με όλα της τα χαρίσματα, δεν μπόρεσε να ταυτιστεί με το ρόλο, έσπασε το καλούπι που δεν είχε αντοχή να βαστάξει το υπέρογκο βάρος του ταλέντου της. Το ίδιο και στην «Ελισσάβετ» για τις σκηνές που είναι κάπως εύθυμες και παριζιάνικα κομψές. Στις σκηνές όμως που ήταν δυνατές, ήταν αξέχαστη. Όταν της φέρνουν τα όπλα του Έσσεξ που εκτελέστηκε κατά τη διαταγή της, έλεγε: «Γονατίστε». Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Την άκουγα στερεότυπα κάθε βράδυ. Σ’ αυτό το «Γονατίστε» υπήρχε όλο το δράμα της Ελισσάβετ. Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη το ρόλο της.

Φάγαμε μαζί το μεσημέρι που το ραδιόφωνο ανήγγειλε την κήρυξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ανάμεσα από εμβατήρια ελληνικά και αγγλικά. Πριν ακούσουμε το φριχτό άγγελμα, η Κοτοπούλη είπε: «Πολλά εμβατήρια ακούω. Σε λίγο θα ακούσουμε την κήρυξη του πολέμου». Την είδα στην «Αντιγόνη» και μου έκανε κατάπληξη ο ρεαλισμός της. Την είδα ακόμη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη, απαίσια ντυμένη, αλλά τι παίξιμο, Θεέ μου! Όλα σβήνανε μπροστά στη δύναμή της: το απαίσιο σκηνικό, τα ασήμαντα κοστούμια και ο ακατάλληλος χώρος στη σφεντόνη του Παναθηναϊκού Σταδίου. Την είδα επίσης στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε. Η φωνή της είχε την αμεσότητα και την ορθότητα μιας νέγρικης γλυπτικής.

«Θα ανεβάσουμε μαζί ένα έργο στην Επίδαυρο». «Την Μήδεια;» ρώτησα. «Άσ’ την αυτήν την ρουφιάνα που σκότωσε τα παιδιά της. Την Ηλέκτρα θα ανεβάσουμε μαζί», μου είπε. Λίγες μέρες μετά πέθανε.

Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Η αντίληψή της για το παλάτι ήταν ιερή. Δεν ήθελε να συζητήσει την παράδοση ενός θεσμού που σέβονταν πολλά σημαντικά κράτη. Ήταν παραδεκτή απ’ όλους για την τέχνη της και την βαθύτητά της. Άσχετο αν δήλωνε βασιλικιά. Έκανε παρέα μ’ όλο τον κόσμο ασχέτως κομμάτων. Όταν ο ηθοποιός Γιώργος Παππάς αναζητήθηκε σ’ εκείνη από τους χίτες, η Κοτοπούλη είπε: «Δεν ξέρω πού κρύβεται, αλλά κι αν ήξερα δε θα σας έλεγα. Δε θα καταδιώξω ποτέ καταδιωκομένους». Τους αριστερούς ηθοποιούς πάντοτε προστάτεψε και βοήθησε στα κυνηγητά τους από χίτες και Γερμανούς. Τηλεφωνούσε εδώ κι εκεί για να τους ελευθερώνει μετά τις συλλήψεις τους. «Είναι απαραίτητοι στο θέατρο», έλεγε. Έτσι καμουφλάριζε την ανθρωπιά της, με τη δικαιολογία του θεάτρου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
αποσπάσματα από κείμενο του για την Μ. Κοτοπούλη
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η λέξη, τεύχος 68

δε ζω παρά μόνο για το θέατρο

Ο Λυκούργος Καλλέργης θυμάται την Μαρίκα Κοτοπούλη:

Με την Κοτοπούλη είχα ιδιαίτερη φιλία. Τη θαύμαζα. Αλλά και ποιος δεν τη θαύμαζε. Ήταν μια ηθοποιός που τ’ όνομά της κυριαρχούσε και κυριαρχεί στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, όπως και του Βεάκη, της Κυβέλης και της Παξινού. Στη σκηνή η Μαρίκα δέσποζε, με τη φωνή και το μικροσκοπικό της σώμα, που στη σκηνή έπαιρναν μιαν άλλη διάσταση. Στη ζωή ήταν κοντή και άσχημη. Στη σκηνή όμως ήταν μια ιέρεια. Στη ζωή ήταν γιομάτη χιούμορ, φωνακλού, βωμολόχα, ελεύθερη και άνετη σε κάθε στιγμή, έτοιμη να σχολιάσει και να κοροϊδέψει, αλλά ήταν και πολύ σοβαρή και φοβερά έξυπνη. Θυμάμαι κάποτε που καθόμουν στο καμαρίνι της δίπλα της και την καμάρωνα στον καθρέφτη καθώς μακιγιάρονταν. Εκείνη πρόσεξε τη ματιά μου, σταματάει κάποια στιγμή και μου λέει μέσα από τον καθρέφτη.
-Τι με κοιτάς, Καλλέργη; Εγώ από μικρή κοίταξα τη μούρη μου στον καθρέφτη και είπα στον εαυτό μου: Εσύ, Μαρίκα μου, δεν κάνεις για τις χαρές της ζωής. Για τις χαρές του θεάτρου μόνο κάνεις. Γι’ αυτό δεν ζω πια παρά μόνο για το θέατρο.

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ «ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ

ο κόσμος χειροκροτούσε, έκλαιγε, παραληρούσε

Ο Τίτος Βανδής θυμάται μια αξέχαστη παράσταση της Μαρίκας:

Στη «Σκιά» του Νικοντέμι, η Μαρίκα Κοτοπούλη έπαιζε το ρόλο μιας παντρεμένης γυναίκας, τρομερά ερωτευμένης που κάποια σπάνια αρρώστια την καθήλωσε στην αναπηρική καρέκλα για δέκα χρόνια. Στη δεύτερη πράξη η Μαρίκα γίνεται καλά σαν από θαύμα και περιμένει τον άντρα της που έλειπε σε ταξίδι, να του κάνει έκπληξη. Γι’ αυτό όταν μπαίνει στο σπίτι, ο άντρας της, τη βρίσκει να κάθεται χαμογελαστή στην αναπηρική. Όμως πριν προλάβει να του ανακοινώσει τη μεγάλη είδηση, ο άντρας της της εξομολογείται ότι τον καιρό που ήταν άρρωστη είχε δημιουργήσει ένα δεσμό με την καλύτερή της φίλη και της ζητούσε να δείξει κατανόηση και να του δώσει το διαζύγιο. Η Μαρίκα συμφωνεί και φυσικά ούτε μπαίνει στον κόπο να του πει ότι έγινε καλά και παραμένει καθιστή στην αναπηρική καρέκλα.
Μόνο όταν τελειώσει η σκηνή κι αφού φύγει ο άντρας της, στο φινάλε της δεύτερης πράξης, σηκωνόταν, ύψωνε τα χέρια στον ουρανό και φώναζε:
-Θεέ μου. Δώσ’ μου την αρρώστια μου.
Έτσι θα έπρεπε να φωνάζει η Κλυταιμνήστρα, όταν την σκοτώνει ο Ορέστης. Ο κόσμος χειροκροτούσε, έκλαιγε και παραληρούσε.

ΤΙΤΟΣ ΒΑΝΔΗΣ «ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ»
Εκδόσεις ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Αυτό το πραματάκι;

Στα 1905 -σε ηλικία μόλις 18 ετών- η Μαρίκα Κοτοπούλη πρωταγωνίστησε, ως Ηλέκτρα, στην Ορέστεια του Αισχύλου, σε μια παράσταση που δόθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ανάμεσα στους θεατές ήταν ο Ίων Δραγούμης και ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ας παρακολουθήσουμε την πρώτη εντύπωση του Δραγούμη, όπως την περιγράφει ο Φρέντυ Γερμανός:

Μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα είχε ξεπροβάλλει τώρα στη σκηνή:
«Προς σας θεοί
την προσευχή μου τώρα υψώνω…»
Ο Δραγούμης τινάχτηκε στο θεωρείο του, σαν να έβγαινε από ένα λήθαργο. Εκείνη η λιγνή φιγούρα έμοιαζε να στέλνει ηλεκτρικές εκκενώσεις σε όλο το θέατρο:
«Δούλη κι εγώ είμαι
όπως αυτός εδώ
ο Ορέστης
από τα πλούτη γυμνωμένος…
Ο Δραγούμης είπε σιγά: «Ποια είναι αυτή η φωνή;»
Και μετά πιο δυνατά – σχεδόν άγρια: «Ποια είναι αυτή η φωνή;»
Ο Καβάφης έσκυψε και του είπε ήσυχα, από δίπλα:
«Αυτή, Ίων, είναι η Κοτοπούλη».
Ο Δραγούμης ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαν να πάσκιζε να αποκρυπτογραφήσει έναν αναπάντεχο θεατρικό γρίφο:
«Αυτό το πραματάκι;»

ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ «Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Τρία χρόνια αργότερα ο Ίων Δραγούμης και η Μαρίκα Κοτοπούλη θα γνωριστούν και θα ερωτευτούν παράφορα.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, ένα μεσημέρι στο σπίτι τους στην Κηφισιά, η Κοτοπούλη θα τον παρακαλέσει, θα τον αγκαλιάσει σφιχτά, θα πέσει στα πόδια του προκειμένου να τον πείσει να μην επιστρέψει στην Αθήνα, καθώς οι Βενιζελικοί ζητούσαν εκδίκηση για την υποτιθέμενη δολοφονία του Βενιζέλου. Ο Δραγούμης δεν την άκουσε. Περήφανος και ακατάδεκτος, όπως ήταν πάντα, προτίμησε να οδηγήσει από τον ίδιο δρόμο που είχαν έρθει στην Κηφισιά, να περάσει ξανά από το σημείο που ήξερε πως τον παραμόνευαν οι άντρες του Γύπαρη και να βρει τελικά το θάνατο από τις σφαίρες των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είκοσι τρεις μέρες έκρυβαν από τη Μαρίκα το φριχτό γεγονός, μέχρι που ο Γεώργιος Βλάχος, ο ιδρυτής της Καθημερινής, βρήκε το θάρρος και της είπε πως σκοτώθηκε ο Ίων. Τη συγκλονιστική συνέχεια τη διηγείται ο Δημήτρης Μυράτ:

Έπεσε κάτω στο πάτωμα κι άρχισε να το γδέρνει… έγδερνε τις σανίδες με τα νύχια της και φώναζε Ίων! Ίων! Ίων!
Μετά από πολλά χρόνια, λίγο πριν πεθάνει, μου είπε: «Ξέρεις, εκείνη τη στιγμή τι σκέφτηκα; Άραγε όταν πέφτω χάμω και κλαίω τον Ορέστη, έτσι σωστά τον κάνω; Όπως κλαίω τώρα τον Ίωνα;»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ
από μια διηγήσή του στην εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Στην ίδια εκπομπή έγινε μια πολύ ευχάριστη ανακάλυψη. Βρήκαμε τη φωνή της Μαρίκας Κοτοπούλη από κάποια παράσταση αρχαίας ελληνικής τραγωδίας! Όλο κι όλο ένα λεπτό. Πολύ πιθανό, σε κάποιο αρχείο να υπάρχουν περισσότερα στιγμιότυπα, ίσως να έχει διασωθεί και ολόκληρη παράσταση, εμείς ας αρκεστούμε σήμερα σε αυτό το ένα λεπτό που υπάρχει στην εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ (από 42΄ και 14΄΄ μέχρι 43΄και 14΄΄) από το Ιστορικό Αρχείο της ΕΡΤ.

μια ιστορική παράσταση

Στα 1939 η Μαρίκα Κοτοπούλη αποφάσισε να ανεβάσει τη Ηλέκτρα του Σοφοκλή για να γιορτάσει τα 30 χρόνια της θιασαρχικής της καριέρας. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο νεαρός τότε, Κάρολος Κουν και τα σκηνικά ο Νίκος Εγγονόπουλος. Καθώς οι πρόβες άρχισαν να εντείνονται, διαφάνηκαν τα πρώτα σοβαρά προβλήματα που είχαν να κάνουν με τη δυσκολία της Κοτοπούλη να αποστηθίσει το κείμενο.

Τέσσερις ή πέντε μέρες πριν τη γενική δοκιμή.
Η Μαρίκα ήλθε στην πρόβα. Αλλά μόλις δοκίμασε να πει απ’ έξω τους πρώτους στίχους της μετάφρασης του Μελαχροινού –που ασφαλώς δεν είναι πολύ εύκολη να την αποστηθίσεις και να την πεις- άρχισε να κομπιάζει.

Η Μαρίκα αισθανόταν μετέωρη. Σαν χαμένο πουλί.
Ήταν μια αξέχαστη οδυνηρή πρόβα που όλοι την παρακολουθήσαμε με σκυμμένο το κεφάλι και με σφιγμένη την καρδιά.

Απότομα εγκατέλειψε και πρόβα και σκηνή και έτρεξε στο καμαρίνι της.

Όταν κάποτε ηρέμησε –με τη βοήθεια του Χέλμη- της εξηγήσαμε πως ακόμη υπήρχε καιρός, πολύς καιρός… τέσσερις ολόκληρες μέρες…
Πως αν κλεινόταν στο σπίτι της ήρεμη, με τον υποβολέα βοηθό, θα πρόφθαινε σε τέσσερις ημέρες…
Ψευτιές και μωρολογίες και απάτες. Όλοι το ξέρουμε πως θαύματα δεν γίνονται στην τέχνη. Πως ένα τέτοιο κείμενο μαθαίνεται δυσκολότατα, ότι είναι εργασία πολλών ημερών και πολλών εβδομάδων.

Η καρδιά μας έτρεμε και πιο πολύ από όλων η καρδιά της Μαρίκας και του Χέλμη.

Η αγωνία μας κορυφώθηκε όταν άνοιξε η αυλαία και η Μαρίκα ξυπόλητη, ρακένδυτη, με το κουρεμένο της κεφάλι εμφανίστηκε και στηρίχτηκε στην αριστερή κολόνα του περιστυλίου των Ατρειδών. Κάπου εκεί δίπλα της, πίσω από την κολόνα, ήταν ο υποβολέας, που την παρακολουθούσε λέξη προς λέξη. Όλοι αναρωτιόμαστε τι θα γίνει αν απομακρυνθεί μια στιγμή από το περιστύλιο.
Όποιος πει ότι το βράδυ εκείνο η Μαρίκα έπαιζε την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, θα πει ψέματα.
Πολλά από τα χάσματα αποδόθηκαν στη συγκίνηση της βραδιάς, άλλα σε κακή σκηνοθεσία, όπως και πολλοί στίχοι «δίχως νόημα» στην κακή μετάφραση του Μελαχροινού!!
Προσωπικά φοβόμουν πως ήταν αδύνατο η Μαρίκα να φτάσει στο τέλος της παράστασης.
Βέβαια, το τάλαντο, η πείρα, η τεχνική της, το τραγικό της πάθος, η συγκλονιστική φωνή της ήρθαν στις μεγάλες στιγμές και κάλυψαν –όσο μπορούσαν- αυτό που έλειπε από την ερμηνεία της

Όταν καμιά φορά, έκλεισε η αυλαία, μέσα σε παραληρήματα χειροκροτημάτων και το καμαρίνι της Μαρίκας πλημμύρισε από φίλους και φιλιά, συγχαρητήρια και λουλούδια, «μπράβο» και υπερθετικά θαυμασμού, όσοι ζήσαμε εκείνο το βράδυ την τραγωδία –όχι της Ηλέκτρας, αλλά της Μαρίκας- δοξάσαμε το Θεό που άντεξε τέτοια δοκιμασία.

Η δοκιμασία συνεχίστηκε. Γιατί από την άλλη μέρα άρχισε να μαθαίνει το ρόλο της, ώσπου σιγά σιγά, πήρε την οριστική του μορφή, εκεί γύρω στη δέκατη ή δέκατη πέμπτη παράσταση.
Και ο καθένας από μας πήρε το μικρό ή μεγάλο του δίδαγμα, αξέχαστο για ολόκληρη τη ζωή.

αποσπάσματα από το βιβλίο της
ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ «ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Και όμως, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, τελικά η μόνη που κάπως γλίτωσε τα πυρά της κριτικής του Άλκη Θρύλου (Ελένης Ουράνη) ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη! Γράφοντας για την παράσταση στη ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ο Άλκης Θρύλος είχε για όλους τους συντελεστές κάτι σοβαρό να προσάψει.
Για τον Κουν έγραψε πως αφαίρεσε από την Ηλέκτρα όλη της την ποίηση και την παρουσίασε σαν ένα αποκρουστικό οικογενειακό δράμα.
Για τον χορό πως δεν τον αποτελούσαν συνειδήσεις – ψυχές αλλά γυναικούλες του λαού που περιφέρονταν στη σκηνή και κουτσομπόλευαν.
Για τους υπόλοιπους ηθοποιούς πως έπαιζαν χωρίς καμία ανάταση και δεν μπόρεσαν να μεταδώσουν την πνοή του θρύλου.
Για τις σκηνογραφίες του Εγγονόπουλου πως δεν μπορούσαν να ταιριάξουν αρμονικά με το δράμα του Σοφοκλή, ενώ το ροζ σπιτάκι έμοιαζε περισσότερο με σπίτι κούκλας παρά με παλάτι.
Μόνο για την Μαρίκα Κοτοπούλη έγραψε πως, ναι μεν, είχε συγκλονιστικές στιγμές, που σκόρπισαν ρίγη αλλά είχε και στιγμές που παρασύρθηκε από το άθλιο σύνολο.
Αυτή ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη. Ήξερε να ξεχωρίζει ακόμα και στις αποτυχίες της.

όλη η κριτική του Άλκη Θρύλου
καθώς και φωτογραφίες από την παράσταση υπάρχουν
στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 310, 15/11/1939